Τι σημαίνει το insurance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης insurance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του insurance στο Αγγλικά.

Η λέξη insurance στο Αγγλικά σημαίνει ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλεια ατυχήματος, συνασφάλιση, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, ασφαλιστής, ασφαλιστικές παροχές, ασφαλιστής, ασφαλιστικός φορέας, αίτηση αποζημίωσης, ασφαλιστική εταιρεία, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ασφάλιστρο, ασφαλιστής, πρόσωπο ή φορέας που εκτιμά την καταλληλότητα για ασφαλιστικά προγράμματα, ασφάλιση ευθύνης, αφάλεια ζωής, ιατρικά ασφάλιστρα, ασφάλιση υποθήκης, μικτή ασφάλεια, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλεια αστικής ευθύνης, ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα, ασφάλιση τίτλου, ταξιδιωτική ασφάλεια, φόρος κοινωνικής αλληλεγγύης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης insurance

ασφάλεια, ασφάλιση

noun (medical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new law required everyone to have medical insurance.
Ο νέος νόμος απαιτούσε από όλους να έχουν ασφάλεια υγείας.

ασφάλεια, ασφάλιση

noun (car)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan was cited for driving without insurance.
Ο Νταν έλαβε μια κλήση επειδή οδηγούσε χωρίς να έχει ασφάλεια.

ασφάλεια, ασφάλιση

noun (financial hedge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred bought insurance against earthquakes, fires, and flooding.

ασφάλεια

noun (figurative (protection from harm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gary sewed extra money into his clothes as insurance against possible theft.

ασφάλεια ατυχήματος

noun (US (insurance against accident)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He had casualty insurance, so the family could pay bills after his accident, until he could return to work.

συνασφάλιση

noun (mainly US (shared insurance policy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς

noun (insurance against loss due to fire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank requires borrowers to carry fire insurance for the house.

ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας

noun (private medical policy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφαλιστής

noun ([sb] who sells insurance policies)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I needed to update my policy so I called my insurance agent.

ασφαλιστικές παροχές

plural noun (rewards of an insurance policy)

ασφαλιστής

noun (sells insurance policies)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ασφαλιστικός φορέας

noun (company issuing an insurance policy)

αίτηση αποζημίωσης

noun (request for insurance to be paid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to file an insurance claim to be reimbursed for my doctor appointment.

ασφαλιστική εταιρεία

noun (company that sells insurance policies)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the accident, my insurance company refused to pay for repairs to my car.

ασφαλιστήριο συμβόλαιο

noun (contract that insures [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My health insurance policy won't cover my diabetic medication.

ασφάλιστρο

noun (payment on an insurance policy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Where you park your vehicle overnight will affect your insurance premium.

ασφαλιστής

noun (male: sells insurance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόσωπο ή φορέας που εκτιμά την καταλληλότητα για ασφαλιστικά προγράμματα

noun (insurance: assesses risk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeremy worked as an insurance underwriter for Lloyds of London.

ασφάλιση ευθύνης

(insurance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφάλεια ζωής

noun (insurance in case of death)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I bought life insurance to help my family if something happens to me.

ιατρικά ασφάλιστρα

noun (payment policy for healthcare)

My monthly medical insurance premium is over half my monthly pension.

ασφάλιση υποθήκης

noun (policy to compensate for property loan payments)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικτή ασφάλεια

noun (cover regardless of blame)

You can take out no-fault insurance where insurers pay the cost of all minor injuries resulting from an accident.

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης

noun (insurance cover for trades and occupations)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια αστικής ευθύνης

noun (against lawsuits)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα

noun (insurance: covers a limited time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλιση τίτλου

(insurance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταξιδιωτική ασφάλεια

noun (for duration of trip)

φόρος κοινωνικής αλληλεγγύης

noun (tax collected for social security)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had to pay a percentage of his earnings for unemployment insurance.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του insurance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του insurance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.