Τι σημαίνει το job στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης job στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του job στο Αγγλικά.
Η λέξη job στο Αγγλικά σημαίνει δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά, -, ληστεία, συναλλαγή, αγοράζω και πουλώ, αναθέτω με υπεργολαβία, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, ανικανότητα, πίπα, δουλειά, καταφέρνω, ιδανική δουλειά, βρίσκω δουλειά, δουλειά πλήρους απασχόλησης, βρίσκω δουλειά, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, Μπράβο!, Μπράβο, τι καλά, επιτυχία, μαλακία, σκληρή δουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον, αυστηρή κριτική, αρνητική κριτική, εργάζομαι, τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ, έχω ανειλημμένο καθήκον, κρατάω μια δουλειά, δουλειά των διακοπών, δουλειά που γίνεται από μέσα, αιτών, αιτούσα, πίνακας ανακοινώσεων, ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας, γραφείο ευρέσεως εργασίας, κοστολόγηση, εκτίμηση κόστους, περιγραφή ρόλου, έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, αναζήτηση εργασίας, αναζήτηση εργασίας, για αναζήτηση εργασίας, έναν σωρό πράγματα, αγορά εργασίας, επιθυμητή θέση εργασίας, ζήτηση εργασίας, κενή θέση εργασίας, εργασιακή ευκαιρία, αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένου, θέση εργασίας, εύρεση εργασίας, αγγελία για θέση εργασίας, ικανοποίηση από την εργασία, εργασιακή σταθερότητα, ο αναζητών εργασία, κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιον, πρακτική, επιμερισμός θέσης εργασίας, θέση, επαγγελματική κατάρτιση, κενές θέσεις εργασίας, εργασία με το κομμάτι, αυτός που αναζητά εργασία, συναπασχόληση, κάνω καλή δουλειά με κτ, δυσάρεστο καθήκον, ρινοπλαστική, δουλειά του νοσηλευτή, δουλειά του νοσοκόμου, μικροδουλειά, τεχνίτης, μάστορας, που κάνει μερεμέτια, εκπαίδευση εκτός χώρου εργασίας, δουλειά γραφείου, στη δουλειά, το κάνω, εργασιακός, επαγγελματικός, κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία, δουλειά μερικής απασχόλησης, απάτη, απολύω, δεύτερη δουλειά, πιάνω δουλειά, προσωρινή εργασία, αυτό αρκεί, αυτό είναι αρκετό, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, ικανός, τρελός, παλαβός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης job
δουλειάnoun (employment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I need to find a new job. Πρέπει να βρω μια νέα θέση εργασίας. |
δουλειάnoun (pieces of work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As a translator I complete two or three jobs each week. Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα. |
δουλειάnoun (task) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a little job for you, if you have five minutes. Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
δουλειάnoun (responsibility) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When your father is away, it's your job to mind your little brother. Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
-noun (matter, state of affairs) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) It's a good job you brought your umbrella. Καλά έκανες που έφερες την ομπρέλα σου. |
ληστείαnoun (slang (robbery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's doing time for that Credit Union job that went wrong. |
συναλλαγήnoun as adjective (of a transaction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We'll agree on a fair job rate. |
αγοράζω και πουλώtransitive verb (buy in quantity and resell) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He jobs stocks for a living. |
αναθέτω με υπεργολαβίαtransitive verb (subcontract) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We could always job the project to someone else. Μπορούμε αν θέλουμε να αναθέσουμε το πρότζεκτ σε κάποιον άλλο με υπεργολαβία. |
καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειάnoun (task that is performed well) Congratulations on a job well done! |
υποβάλλω αίτηση για δουλειάverbal expression (reply to employment advertisement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My only task for today is to apply for a job. |
ανικανότηταnoun (informal (incompetence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every time I give him something to do he does such a bad job. |
πίπαnoun (slang, vulgar (oral sex on a male) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δουλειάnoun (regular job) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταφέρνωverbal expression (informal (get the result you want) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ιδανική δουλειάnoun (informal (desired or ideal occupation) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My old job was a nightmare but this one's truly a dream job. |
βρίσκω δουλειάverbal expression (be hired for work) |
δουλειά πλήρους απασχόλησηςnoun (job: 40 hours a week) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When we were children, my mother obtained a full-time job so that she could support us financially. |
βρίσκω δουλειάverbal expression (informal (find employment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to get a job that pays well. Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά. |
συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειάverbal expression (informal (do [sth] without delay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Μπράβο!interjection (informal (expressing admiration) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) That's an awesome painting. Good job! |
Μπράβο, τι καλάinterjection (UK, informal (it is fortunate) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Good job you remembered your umbrella! Ευτυχώς, θυμήθηκες την ομπρέλα σου! |
επιτυχίαnoun (informal (success) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You did a great job on your math test. |
μαλακίαnoun (slang (masturbation of the penis) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't believe you gave him a hand job in his car! |
σκληρή δουλειάnoun (difficult occupation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Long haul trucking is a hard job. |
δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκονnoun (difficult task) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In this recession, we're going to have a hard job persuading the boss to spend money on new computers. |
αυστηρή κριτική, αρνητική κριτικήnoun (figurative, informal (ruthless critique) |
εργάζομαιverbal expression (be in employment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτverbal expression (slang (experience difficulty: doing [sth]) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You'll have a job convincing him to give you a raise. |
έχω ανειλημμένο καθήκονtransitive verb (be charged with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have the job of cleaning the swimming pool every week. |
κρατάω μια δουλειάverbal expression (remain in employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After years of unemployment, John managed to hold down a job at the post office. I can never seem to hold down a job. |
δουλειά των διακοπώνnoun (temporary job during vacation) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δουλειά που γίνεται από μέσαnoun (crime by [sb] within company) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apparently, the jewelry store robbery was an inside job. |
αιτών, αιτούσαnoun (candidate for an advertised post) (για θέση εργασίας) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) We have 300 job applicants but only five open positions. |
πίνακας ανακοινώσεωνnoun (noticeboard advertising work vacancies) (για θέσεις εργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιστοσελίδα για εύρεση εργασίαςnoun (website advertising work vacancies) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφείο ευρέσεως εργασίαςnoun (UK (work support place) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοστολόγηση, εκτίμηση κόστουςnoun (method of expense accounting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιγραφή ρόλουnoun (outline of a role's responsibilities) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I hate firing employees, but it's in my job description. |
έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίαςnoun (recruitment event) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) You don't have to be unemployed to attend a job fair. |
αναζήτηση εργασίαςnoun (search for employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναζήτηση εργασίαςnoun (searching for employment) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
για αναζήτηση εργασίαςadjective (related to job hunting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έναν σωρό πράγματαnoun (articles bought together) (καθομ: διαφορετικά πράγματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They bought a job lot for a very good price. |
αγορά εργασίαςnoun (employment available) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our training courses should match the needs of the job market. The job market's weak right now, with very few positions available even for qualified workers. Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα. |
επιθυμητή θέση εργασίαςnoun (CV, resume: personal statement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζήτηση εργασίαςnoun (invitation to be hired for job) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κενή θέση εργασίαςnoun (employment vacancy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργασιακή ευκαιρίαnoun (employment vacancy) |
αξιολόγηση εργαζομένου, αξιολόγηση απόδοσης εργαζομένουnoun (employee appraisal) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Every employee has a job performance review at the end of each year. |
θέση εργασίαςnoun (work experience) (συνήθως προσωρινή) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gerard is looking for a job placement in the television industry. |
εύρεση εργασίαςnoun (allocating [sb] to work) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγγελία για θέση εργασίαςnoun (advertisement for employees) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ικανοποίηση από την εργασίαnoun (contentment with work) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργασιακή σταθερότηταnoun (chances of staying in employment) In the current economy, job security is a major concern of many employees. |
ο αναζητών εργασίαnoun (person looking for employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιονverbal expression (UK (work alongside [sb] for experience) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πρακτικήnoun (working alongside [sb] for experience) (δίπλα σε κάποιον έμπειρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιμερισμός θέσης εργασίαςnoun (dividing a job position) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θέσηnoun (name of a professional role) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her job title was "Manager of Human Resources". Η θέση της ήταν «Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού». |
επαγγελματική κατάρτισηnoun (learning professional skills) |
κενές θέσεις εργασίαςplural noun (employment openings) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργασία με το κομμάτιnoun (paid by job, not hour) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτός που αναζητά εργασίαnoun ([sb] looking for a job) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναπασχόλησηnoun (employment arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω καλή δουλειά με κτverbal expression (informal (do [sth] well) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tim made a good job of painting the house. |
δυσάρεστο καθήκονnoun (unpleasant task) Cleaning the bathroom is a nasty job, but it must be done weekly. Unclogging a toilet is a nasty job, but someone has to do it. |
ρινοπλαστικήnoun (slang (cosmetic surgery on the nose) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δουλειά του νοσηλευτή, δουλειά του νοσοκόμουnoun (employment as a nurse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικροδουλειάnoun (usually plural (small manual task) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I wish we could find a handyman for odd jobs. During this recession, I know people who get by working odd jobs. |
τεχνίτης, μάστοραςnoun (male who does manual tasks) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που κάνει μερεμέτιαnoun ([sb] who does casual manual work) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαίδευση εκτός χώρου εργασίαςnoun (away from the workplace) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δουλειά γραφείουnoun (work: clerical, administrative) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στη δουλειάexpression (while working) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apprentices are trained while on the job. |
το κάνωexpression (slang (having sex) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The couple were on the job. |
εργασιακός, επαγγελματικόςadjective (at work) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is no substitute for on-the-job experience. These new systems will improve on-the-job communications significantly. |
κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασίαnoun (apprenticeship, learning by doing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I never took actual programming courses, but I had a lot of on-the-job training. Experience is not required; the company provides on-the-job training. |
δουλειά μερικής απασχόλησηςnoun (work: not full time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When I was a student I had a part-time job working in a pub. Όταν ήμουν φοιτητής είχα δουλειά μερικής απασχόλησης, δούλευα σε μια παμπ. |
απάτηnoun (informal (scam, con) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απολύωverbal expression (dismiss or fire [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεύτερη δουλειάnoun (for additional income) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Evelyn took a second job as a cleaner to pay all her bills. |
πιάνω δουλειάverbal expression (accept employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She needed money so badly that she took a job as a waitress in a seedy bar. |
προσωρινή εργασίαnoun (short-term employment) |
αυτό αρκεί, αυτό είναι αρκετόinterjection (informal (that will suffice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That'll do the job until you can get to a proper mechanic. |
δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεσηnoun (informal (difficult task) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's a tough job, but somebody had to do it. |
ικανόςadjective (informal (capable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many people believe that our manager isn't up to the job. Πολλοί πιστεύουν ότι ο διευθυντής μας δεν είναι ικανός. |
τρελός, παλαβόςnoun (slang, pejorative (insane person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) That guy over there is a whack job. Εκείνος εκεί ο τύπος είναι παλαβός. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του job στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του job
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.