Τι σημαίνει το justice στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης justice στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του justice στο Αγγλικά.

Η λέξη justice στο Αγγλικά σημαίνει δικαιοσύνη, δικαστής, Υπουργείο Δικαιοσύνης, δικαιοσύνη, δίκαιο, δίκιο, απονέμω δικαιοσύνη, απονέμω δικαιοσύνη, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου, ποινική δικαιοσύνη, καταδικάζω, απονέμω ποινή, είμαι αντάξιος κπ/κτ, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ειρηνοδίκης, ειρηνοδίκης, δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, δικαστική πλάνη, φυσικό δίκαιο, αδικώ, διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, θεία δίκη, εκδίκηση, αντεκδίκηση, αποδίδεται δικαιοσύνη, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης justice

δικαιοσύνη

noun (fairness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Children learn the concept of justice at an early age.
Τα παιδιά μαθαίνουν την έννοια της δικαιοσύνης σε νεαρή ηλικία.

δικαστής

noun (title: Judge)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Justice Brown listened to the plaintiff's story.

Υπουργείο Δικαιοσύνης

noun (US (Department of Justice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Justice has to deal with this issue. The matter is no longer under the jurisdiction of Justice since the FBI has taken over.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να επιληφθεί του θέματος αυτού. Το θέμα δεν είναι πια στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης από τότε που το ανέλαβε το FBI.

δικαιοσύνη

noun (administration of law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police brought the criminal to justice.
Η αστυνομία έφερε τον εγκληματία ενώπιον της δικαιοσύνης.

δίκαιο, δίκιο

noun (validity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The justice of Fred's actions is unquestionable.

απονέμω δικαιοσύνη

(implement the law)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Judge Green always strives to administer justice in an impartial manner.

απονέμω δικαιοσύνη

(sentence criminals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

verbal expression (take to court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Police officers must bring outlaws to justice.

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

verbal expression (punish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου

noun (US (presiding judge of Supreme Court)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ποινική δικαιοσύνη

noun (legal and police system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A majority of young men in the criminal justice system have only committed non-violent crimes.

καταδικάζω, απονέμω ποινή

verbal expression (judge: pass sentence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αντάξιος κπ/κτ

verbal expression (present fairly and accurately) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mr. Smith's oil portrait of the Queen really did her justice. // Karen's work did justice to her reputation.
Το πορτρέτο σε λάδι του κ. Σμιθ είναι πραγματικά αντάξιο της βασίλισσας. Η δουλειά της Κάρεν ήταν αντάξια της φήμης της.

Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

noun (initialism (International Court of Justice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ειρηνοδίκης

noun (initialism (justice of the peace)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ειρηνοδίκης

noun (magistrate)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
We don't need a priest to get married; we can go to a justice of the peace.

δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο

noun (UK Court of Appeal judge)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δικαστική πλάνη

noun (law: wrongful judgement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was deemed to have suffered a miscarriage of justice and was released from prison.

φυσικό δίκαιο

noun (accepted moral principles)

αδικώ

verbal expression (not show well) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That photograph does not do justice to her beauty.

διαστρευλώνω τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης

verbal expression (influence outcome of a trial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her lies perverted the course of justice in the case.

θεία δίκη

noun (uncountable (fair reward, punishment) (μεταφορικά)

εκδίκηση, αντεκδίκηση

noun (revenge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vendettas are a traditional form of retributive justice still practised in many parts of the world.
Οι βεντέτες είναι παραδοσιακοί τρόποι εκδίκησης που χρησιμοποιούνται ακόμα σε κάποια μέρη του κόσμου.

αποδίδεται δικαιοσύνη

verbal expression (ensure fairness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't want revenge; all I want is to see justice done.

προσφεύγω στη δικαιοσύνη

(take a matter to court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

noun (initialism, pejorative, informal (social justice warrior)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

noun (pejorative (person with progressive views)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του justice στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του justice

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.