Τι σημαίνει το le στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης le στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του le στο ισπανικά.
Η λέξη le στο ισπανικά σημαίνει του, του, της, του, σε, της, θύμα σκευωρίας, θύμα μηχανορραφίας, τι θα έλεγες να, Τι τρέχει;, που χάνει τα μαλλιά του, που άρχισε να φαλακραίνει, εκπαιδεύσιμος, καμαρώνω για το σπίτι μου, του γούστου μου, διάσημος, γνωστός, φοβάμαι το σκοτάδι, που τον ταΐζουν με το κουτάλι, με εκτίμηση, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, με άνεση, όταν βολεύει, κατά βούληση, στην κρίση σου, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, στην κρίση σου, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, όσο τραβάει η όρεξη σου, πώς είσαι, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, του χεριού μου, το συντομότερο δυνατόν, ο Θεός μαζί σου, Έτσι είναι η ζωή., το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, σε θερμοπαρακαλώ, έτσι είναι η ζωή, και;, και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;, χέσ' το, γάμα το, σόι πάει το βασίλειο, είσαι μέσα;, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά, που θέλει να ευχαριστεί τους άλλους, μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχα, κάνε ό,τι θέλεις, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, παίρνω αυτό που μου αξίζει, που έχει χριστουγεννιάτικη διάθεση, αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος, Τι θα έλεγες...;, Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;, εφαρμογή, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης le
του
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ella le dio un precioso regalo de cumpleaños. Του έδωσε ένα υπέροχο δώρο γενεθλίων. |
του, της, τουpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Le di un empujón. Του έδωσα μια σπρωξιά. |
σε(tuteo, voseo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Te quiero. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγαπώ εσένα, όχι τον αδερφό σου. |
της
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Deberías regalarle algo bonito estas navidades. Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα. |
θύμα σκευωρίας, θύμα μηχανορραφίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El hombre incriminado fue a prisión por un crimen que nunca había cometido. |
τι θα έλεγες να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué tal si vamos al cine esta noche? Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σινεμά απόψε; |
Τι τρέχει;(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που χάνει τα μαλλιά του, που άρχισε να φαλακραίνει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκπαιδεύσιμοςlocución adjetiva (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καμαρώνω για το σπίτι μουlocución adjetiva |
του γούστου μουlocución adverbial (ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διάσημος, γνωστόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las anchoas no le gustan a todo el mundo. Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της, |
φοβάμαι το σκοτάδιlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hace poco descubrimos que el llanto de nuestro hijo en la noche se debe a que le tiene miedo a la oscuridad. |
που τον ταΐζουν με το κουτάλιlocución adjetiva (για μωρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με εκτίμηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La carta estaba firmada: "Saludos, Tu amigo". Το γράμμα ήταν υπογεγραμμένο, «Με εκτίμηση, Ο φίλος σου». |
όπως επιθυμείς, όπως θέλειςexpresión (arcaico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puede actuar como le plazca, pero eso no significa que sus acciones sean correctas. |
με άνεση, όταν βολεύει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No está apurada; mándenle el artículo cuando les venga bien. |
κατά βούληση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va y viene cuando quiere. |
στην κρίση σου(usted, él, ella) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puede firmar, o mantenerse en el anonimato, como prefiera. |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes terminar el trabajo cuando te venga bien. |
στην κρίση σουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγοexpresión (AR) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Suele saludar a extraños en la calle sólo porque se le canta. |
όσο τραβάει η όρεξη σουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me puedes preguntar todo lo que te parezca bien, pero no voy a contestar a tus preguntas. |
πώς είσαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hola Phil, ¿cómo estás? Qué bueno verte de nuevo. |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία(formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devuélvame los libros cuando pueda. |
του χεριού μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το συντομότερο δυνατόν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Por favor respondeme tan pronto como te sea posible. |
ο Θεός μαζί σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Έτσι είναι η ζωή.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι(αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θα 'ρθει και σένα η σειρά σουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει(μυαλό, άτομο) |
σε παρακαλώ, σε ικετεύω, σε θερμοπαρακαλώ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έτσι είναι η ζωήexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A veces se gana y otras, como hoy, se pierde. Qué se le va a hacer. |
και;
Sí, ganas más que yo, ¿a quién le importa? |
και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χέσ' το, γάμα τοlocución interjectiva (ES, vulgar) (αργκό, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
σόι πάει το βασίλειο(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Va a ser un mujeriego como su padre; de tal palo, tal astilla. |
είσαι μέσα;(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που θέλει να ευχαριστεί τους άλλους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχα
Al más pequeño le toca llevar la ropa que le queda pequeño a su hermano mayor. |
κάνε ό,τι θέλεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando hayas terminado esa tarea podrás hacer lo que quieras. |
χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su divorcio lo tocó donde más le duele: en la billetera. Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του. |
παίρνω αυτό που μου αξίζειlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει χριστουγεννιάτικη διάθεσηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Τι θα έλεγες...;(για κτ, να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué tal si vemos una película esta noche? |
Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;locución interjectiva (servicios: atención al cliente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εφαρμογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No me gusta la forma en que me queda el vestido. Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος. |
δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του le στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του le
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.