Τι σημαίνει το lived στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lived στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lived στο Αγγλικά.
Η λέξη lived στο Αγγλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, αναμμένος, πυρωμένος, ενεργός, ηλεκτροφόρος, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, κατοικήσιμος, μακρόβιος, σύντομος, βραχυχρόνιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lived
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjective (as suffix (having a certain kind of life) At the age of 90, the man could look back on a long and well-lived life. |
ζω, μένωintransitive verb (reside) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luca lives on the second floor. Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο. |
ζωintransitive verb (manage your life) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Two full time jobs is no way to live. |
ζωintransitive verb (be alive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The king is not dead! He lives! Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)! |
ζωintransitive verb (remain alive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yes, he still lives. He must be ninety years old. Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών. |
ζωintransitive verb (exist) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cockroaches have lived for millions of years. Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια. |
ζωντανόςadjective (living) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We bought live crabs for dinner. Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο. |
ζωντανόςadjective (broadcast: direct) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Is this broadcast live or pre-recorded? Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη; |
ζωντανάadverb (perform: in front of people) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The comedian loved performing live. Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ). |
αναμμένος, πυρωμένοςadjective (coals: burning) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Don't touch the coals from the fire; they are still live. Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα). |
ενεργόςadjective (weapons) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In training, the army uses blanks instead of live ammunition. Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά. |
ηλεκτροφόροςadjective (electrical: with current) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don't touch the wires; they are still live with electricity. |
ζωντανόςadjective (sports: in play) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The ball was still live because it had not gone out of bounds. Η μπάλα ήταν ακόμα ζωντανή, γιατί δεν είχε βγει εκτός γηπέδου. |
ζωντανόςadjective (audience: present at performance) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The comedian loved performing in front of a live audience. Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό. |
ζωντανάadverb (broadcast: direct) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We are broadcasting live from the scene of the protest. Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων. |
ζω, επιβιώνωintransitive verb (subsist) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many people around the world live on less than a dollar per day. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. |
ζωintransitive verb (enjoy life) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can't work all your life; you have to live! Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις! |
ζω, κάνωintransitive verb (live in some manner) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many monks live a Spartan life. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
βιώνω, ζωtransitive verb (experience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He still lives the war in his imagination. Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του. |
ακολουθώ, κάνωtransitive verb (way of life) (τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He lives a moral life, as he speaks a moral life. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
κατοικήσιμοςadjective (signs of habitation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their new apartment felt cozy and lived-in. |
μακρόβιοςadjective (having long lifespan) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σύντομος, βραχυχρόνιοςadjective (brief) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The revolt was short-lived: it was all over within a week. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lived στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lived
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.