Τι σημαίνει το liver στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης liver στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του liver στο Αγγλικά.

Η λέξη liver στο Αγγλικά σημαίνει συκώτι, συκώτι, σκούρο καφέ, ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, αναμμένος, πυρωμένος, ενεργός, ηλεκτροφόρος, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, κίρρωση του ήπατος, συκώτι χήνας, ηπατική νόσος, ηπατική ανεπάρκεια, δίστομο το ηπατικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης liver

συκώτι

noun (body organ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The liver filters blood and stores energy.
Το συκώτι φιλτράρει το αίμα και αποθηκεύει ενέργεια.

συκώτι

noun (as food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle ordered duck liver for dinner.
Ο Κάιλ παρήγγειλε συκώτι πάπιας για βραδινό.

σκούρο καφέ

adjective (color)

The leather handbag was a liver color.

ζω, μένω

intransitive verb (reside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luca lives on the second floor.
Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.

ζω

intransitive verb (manage your life)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Two full time jobs is no way to live.

ζω

intransitive verb (be alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The king is not dead! He lives!
Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)!

ζω

intransitive verb (remain alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yes, he still lives. He must be ninety years old.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

ζω

intransitive verb (exist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cockroaches have lived for millions of years.
Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

ζωντανός

adjective (living)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We bought live crabs for dinner.
Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο.

ζωντανός

adjective (broadcast: direct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this broadcast live or pre-recorded?
Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη;

ζωντανά

adverb (perform: in front of people)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The comedian loved performing live.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ).

αναμμένος, πυρωμένος

adjective (coals: burning)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Don't touch the coals from the fire; they are still live.
Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα).

ενεργός

adjective (weapons) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In training, the army uses blanks instead of live ammunition.
Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.

ηλεκτροφόρος

adjective (electrical: with current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't touch the wires; they are still live with electricity.

ζωντανός

adjective (sports: in play) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ball was still live because it had not gone out of bounds.
Η μπάλα ήταν ακόμα ζωντανή, γιατί δεν είχε βγει εκτός γηπέδου.

ζωντανός

adjective (audience: present at performance) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comedian loved performing in front of a live audience.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό.

ζωντανά

adverb (broadcast: direct) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are broadcasting live from the scene of the protest.
Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων.

ζω, επιβιώνω

intransitive verb (subsist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many people around the world live on less than a dollar per day.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.

ζω

intransitive verb (enjoy life) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can't work all your life; you have to live!
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

ζω, κάνω

intransitive verb (live in some manner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many monks live a Spartan life.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

βιώνω, ζω

transitive verb (experience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He still lives the war in his imagination.
Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του.

ακολουθώ, κάνω

transitive verb (way of life) (τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lives a moral life, as he speaks a moral life.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

κίρρωση του ήπατος

noun (liver disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abuse of alcohol can lead to cirrhosis of the liver.

συκώτι χήνας

noun (food: foie gras)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηπατική νόσος

noun (illness affecting liver)

Viruses cause some liver diseases.

ηπατική ανεπάρκεια

noun (inability of the liver to function)

δίστομο το ηπατικό

noun (parasite: type of flatworm) (παράσιτο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του liver στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του liver

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.