Τι σημαίνει το passing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης passing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passing στο Αγγλικά.

Η λέξη passing στο Αγγλικά σημαίνει που περνάει, που περνάει, περαστικός, επιφανειακός, απώλεια, βάση, προσπέραση, πέρασμα, προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, προσπερνάω, δίνω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάσο, πέρασμα, πέρασμα, άδεια εισόδου, περνάω, περνώ, βάση, πάσα, περάσμα, τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό, φλερτ, άδεια, κρίσιμο σημείο, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, φεύγω, περνάω, περνώ, συναντάω, πασάρω, περνάω, περνώ, αποβάλλω, ασκώ, επιβάλλω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, δίνω, πασάρω, παρεμπιπτόντως, θάνατος, σταδιακή εξαφάνιση, επιτυχόντες, ιδιοτροπία, λωρίδα προσπέρασης, πέρασμα του χρόνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης passing

που περνάει

adjective (going past in space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The noise of the passing traffic was keeping Joe awake.
Ο θόρυβος της κίνησης που περνούσε κρατούσε τον Τζο ξύπνιο.

που περνάει

adjective (going past in time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With each passing moment, Alice felt her heart beating faster.
Με κάθε στιγμή που περνούσε, η Άλις ένιωθε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά.

περαστικός

adjective (short-lived)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When I was younger, I wanted to be a stunt woman, but it was just a passing fancy; now I'd rather have a nice safe desk job.
Όταν ήμουν πιο νέα, ήθελα να γίνω κασκαντέρ, αλλά ήταν μια παροδική επιθυμία. Τώρα προτιμώ να έχω μια ωραία ασφαλή δουλειά γραφείου.

επιφανειακός

adjective (superficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Michelle made only passing mention of Julian's work.
Η Μισέλ έκανε μόνο μια επιφανειακή αναφορά στη δουλειά της Τζουλιάν.

απώλεια

noun (euphemism (death) (ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I heard the sad news of your mother's passing and wanted to express my condolences.
Άκουσα τα θλιβερά νέα για την απώλεια της μητέρας σου και ήθελα να εκφράσω τα συλληπητήριά μου.

βάση

adjective (satisfactory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The passing grade for this test is 50%.
Ο βαθμός προαγωγής για αυτό το τεστ είναι 50%.

προσπέραση

noun (of other cars)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Passing can be difficult on winding roads.

πέρασμα

noun (act of going past)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The passing of time eased Walter's pain after his brother's death.

προσπερνάω

transitive verb (go past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bus passed me without stopping.
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

περνάω από κτ, περνώ από κτ

transitive verb (get through)

First you need to pass customs, then you have to wait for your luggage.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

προσπερνάω

transitive verb (driving: overtake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The racecar passed his opponent at the last minute to win the race.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα.

δίνω

transitive verb (object: hand to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you please pass the salt?
Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

δίνω

(object: give, hand) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He passed the pen to her.
Της έδωσε το στυλό.

περνάω, περνώ

transitive verb (candidate: succeed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She passed her driving test on her first attempt.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη.

περνάω, περνώ

transitive verb (law: approve) (μτφ: ο νόμος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The law was passed by a vote of seventy to thirty.
Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα.

περνάω, περνώ

transitive verb (not fail: exam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I passed the test!
Πέρασα το τεστ!

περνάω, περνώ

intransitive verb (go by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bus passed without stopping for us.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

πάσο

interjection (I don't know the answer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Jenna, what's the answer to number twelve?" "Pass."

πέρασμα

noun (mountain pass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a pass through the mountains thirty kilometres north of here.

πέρασμα

noun (river channel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Be careful when kayaking through the pass.

άδεια εισόδου

noun (document giving entry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He showed his summer pass and was admitted to the pool.

περνάω, περνώ

noun (success in exam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He achieved ten straight passes in his exams.
Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις

βάση

noun (UK (university degree)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His sister got a first class degree, but he only got a pass.

πάσα

noun (sport: ball transfer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pass was intercepted by the opponent.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έπρεπε να δώσει πάσα στον συμπαίκτη του που ήταν ελεύθερος.

περάσμα

noun (hand gesture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pass of the psychic's hand over the table seemed to set off a strange series of events.

τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό

noun (sleight of hand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tabletop conjuror amazed us with his passes.

φλερτ

noun (sexual advance)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Becky wasn't interested in Tom and pretended she hadn't even noticed his pass.
Η Μπέκυ δεν ενδιαφερόταν για τον Τομ και έκανε πως δεν αντιλήφθηκε καν το φλερτ του.

άδεια

noun (military: leave of absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier was granted a pass to attend his mother's funeral.

κρίσιμο σημείο

noun (figurative (important point)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
What has brought us to such a pass in our relationship?

περνάω, περνώ

intransitive verb (be transferred)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The birthday card passed from person to person.

πασάρω

intransitive verb (sport: transfer the ball)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He passed, then ran towards the goal.

περνάω, περνώ

intransitive verb (time: go by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It seems that time passes faster every year.

συμβαίνω

intransitive verb (formal (happen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You would be amazed at what has come to pass after the accident.

πάω πάσο

intransitive verb (games: decline)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can either play a card or pass.

περνάω, περνώ

intransitive verb (end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That opportunity has now passed.

φεύγω

intransitive verb (US euphemism (die) (μεταφορικά, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm sorry to tell you that your husband has passed.

περνάω, περνώ

intransitive verb (not fail exam)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"How was the test?" "I passed!"

συναντάω

transitive verb (movement: cross) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They passed each other while running errands this morning.
Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο όταν είχαν βγει για δουλειές σήμερα το πρωί.

πασάρω

transitive verb (ball: transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To play well as part of a team, it's important to pass the ball, rather than just keeping it to yourself.

περνάω, περνώ

transitive verb (examiner: give pass mark) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The student's grades were much better this year, so the teacher was happy to pass him.

αποβάλλω

transitive verb (euphemism (excrete, discharge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They say it is painful to pass a kidney stone.

ασκώ

transitive verb (judgement: criticism) (κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The columnist passed judgement against the candidate's plans.

επιβάλλω

transitive verb (judgement: a sentence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge passed a sentence of five years' imprisonment on the criminal.

ξεπερνάω, περνάω, περνώ

transitive verb (exceed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rocket's speed quickly passed two hundred kilometres per hour.

δίνω

transitive verb (circulate)

They passed the popcorn around the table.

πασάρω

(ball: transfer to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He passed the basketball to his teammate, then his teammate shot it.

παρεμπιπτόντως

adverb (in a casual or cursory way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He mentioned in passing that he was going to be away for a few days.

θάνατος

noun (euphemism (death, dying)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The passing away of her mother was quick and painless.

σταδιακή εξαφάνιση

noun (gradual disappearance of [sth])

επιτυχόντες

plural noun (those successful in an exam)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ιδιοτροπία

noun (whim, fleeting desire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Airplanes were just a passing fancy for him, now it is dinosaurs.

λωρίδα προσπέρασης

noun (US (outside stream of a motorway)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέρασμα του χρόνου

noun (chronological progression)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του passing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.