Τι σημαίνει το logging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης logging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του logging στο Αγγλικά.

Η λέξη logging στο Αγγλικά σημαίνει υλοτομία, κούτσουρο, κούτσουρο, ημερολόγιο, φύλλο καταγραφής, αρχείο καταγραφής, ημερολόγιο, υλοτομώ, υλοτομώ, καταγράφω, γράφω, γράφω, γράφω, κόβω, επιλεκτική υλοτομία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης logging

υλοτομία

noun (work: harvesting timber)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Logging is a hazardous job.

κούτσουρο

noun (tree trunk segment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A fallen log blocked the path.
Ένα πεσμένο κούτσουρο έφραζε το μονοπάτι.

κούτσουρο

noun (firewood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He grabbed four logs to throw on the fire.
Άρπαξε τέσσερα κούτσουρα, για να ρίξει στη φωτιά.

ημερολόγιο

noun (aviation, shipping: trip record)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot recorded the flight in her log.
Η πιλότος κατέγραψε την πτήση στο ημερολόγιο.

φύλλο καταγραφής

noun (engineering: record)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please use the log to track any changes to the process.
Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε το φύλλο καταγραφής για να σημειώνετε τις όποιες αλλαγές στη διαδικασία.

αρχείο καταγραφής

noun (computing: record, history)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The log lists every event.
Το αρχείο καταγραφής παραθέτει όλα τα συμβάντα.

ημερολόγιο

noun (travel journal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We kept a log of our journeys around the world.
Κρατούσαμε ημερολόγιο με τα ταξίδια μας σε όλο τον κόσμο.

υλοτομώ

intransitive verb (cut trees) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lumber company has not begun to log yet.
Η εταιρεία ξυλείας δεν ξεκίνησε ακόμα να υλοτομεί.

υλοτομώ

transitive verb (cut trees from: specified land)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company is planning to log this forest.
Η εταιρεία σκοπεύει να υλοτομήσει το συγκεκριμένο δάσος.

καταγράφω, γράφω

transitive verb (record: data)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't forget to log the flight in the book.
Μην ξεχάσεις να καταγράψεις την πτήση στο βιβλίο.

γράφω

transitive verb (spend time doing) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The athlete logged many hours at practice.
ΝΕW: Ο υπάλληλος χρειάστηκε να γράψει πολλές υπερωρίες για να ολοκληρώσει τη δουλειά στην ώρα της.

γράφω

transitive verb (cover: distance) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cycling team logged seventy miles today.
Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα.

κόβω

transitive verb (trees: cut down for logs) (υλοτομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The men logging the trees wore protective helmets.

επιλεκτική υλοτομία

noun (forestry: felling of certain trees) (προστασία δασών)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του logging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του logging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.