Τι σημαίνει το maîtrisé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maîtrisé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maîtrisé στο Γαλλικά.

Η λέξη maîtrisé στο Γαλλικά σημαίνει επιδεξιότητα, μαεστρία, αριστοτεχνία, υπεροχή, κυριαρχία, επιβολή, γνώση, Μάστερ, υπό έλεγχο, ευχέρεια, -τεχνία, έλεγχος, περιορισμός, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα, μεταπτυχιακό, εξαιρετική ικανότητα, πτυχίο, περιορισμένος, ευφράδεια, ευχέρεια, μάστερ, μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης, άψογος, αψεγάδιαστος, που γνωρίζει/κατέχει αρκετά, ακινητοποιώ, εξουδετερώνω, είμαι έμπειρος σε, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, χαλιναγωγώ, τα καταφέρνω με κτ, υπερνικώ, δαμάζω, υπερνικώ, τελειοποιώ, κυριεύω, καταλαμβάνω, ελέγχω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ, υπό έλεγχο, περιορίζω, ελέγχω, συγκρατώ, τιθασεύω, δαμάζω, είμαι κύριος, συγκρατώ, συγκρατώ, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, παίρνω τον έλεγχο, συγκρατώ, θέτω κτ υπό έλεγχο, συγκρατώ, έχω, που έχει τον έλεγχο, που δαμάζει κτ, που ελέγχει κτ, συγκρατώ, -, MBA, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιορίσιμος, δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία, μεταπτυχιακό, καλλιτεχνία, κατασταλτικός, καλά Αγγλικά, τεχνογνωσία, διαχείριση θυμού, αυτοέλεγχος, Μάστερ, Μάστερ στις νομικές επιστήμες, mastery learning, ψηφιακός γραμματισμός, κατασταλτικός, MSc, MSc., διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία, διπλωματική εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maîtrisé

επιδεξιότητα, μαεστρία, αριστοτεχνία

nom féminin (ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a fallu des années à Bill pour parvenir à la maîtrise de son art.

υπεροχή

nom féminin (απέναντι σε κπ, έναντι κπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'experte en arts martiaux a travaillé dur pour obtenir la maîtrise sur ses adversaires.

κυριαρχία, επιβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouvernement a démontré son contrôle sur la population en l'opprimant brutalement.

γνώση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maîtrise de ce langage informatique est totale pour Alec.
Ο Άλεκ έχει πλήρη γνώση αυτής της υπολογιστικής γλώσσας.

Μάστερ

(France, bac+4)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle a une maîtrise de psychologie.
Έχει μεταπτυχιακό στην ψυχολογία.

υπό έλεγχο

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχέρεια

nom féminin (langues)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son peu de maîtrise de la langue française rendait difficile la nouvelle vie de Barry à Paris.
Το γεγονός ότι δεν είχε ευχέρεια στα Γαλλικά, έκανε αρκετά δύσκολη τη νέα ζωή του Μπάρυ στο Παρίσι.

-τεχνία

nom féminin

έλεγχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La pauvre femme a perdu toute maîtrise de ses sens.
Η καϋμένη γυναίκα έχει χάσει τον έλεγχο των αισθήσεών της.

περιορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'endiguement de la nouvelle a été notre priorité première.

Μεταπτυχιακό Δίπλωμα

(Université)

μεταπτυχιακό

(second cycle)

εξαιρετική ικανότητα

À l'âge de 5 ans, Mozart était déjà connu pour son brio au violon.
Σε ηλικία 5 ετών ο Μότσαρτ ήταν ήδη γνωστός ως εξαιρετικός βιολονίστας.

πτυχίο

(moins précis)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a un diplôme d'anglais délivré par l'université de Virginie.
Έχει πτυχίο στην αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.

περιορισμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ευφράδεια, ευχέρεια

(d'une langue) (γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μετά από τρία χρόνια μελέτης και εξάσκησης απέκτησε ευφράδεια (or: ευχέρεια) στα ελληνικά.

μάστερ

(BAC +5)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης

(BAC +5)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'Institut dispense des cours menant à des maîtrises de lettres et de sciences.

άψογος, αψεγάδιαστος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η άψογη επίδοση της Ρέιτσελ κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ της έδωσε προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις.

που γνωρίζει/κατέχει αρκετά

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il m'a fallu des années pour maîtriser le subjonctif.

ακινητοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les policiers ont maîtrisé l'agresseur en tenant ses mains dans son dos.
Οι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον δράστη δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

εξουδετερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agresseur l'a maîtrisée et l'a jetée au sol.

είμαι έμπειρος σε

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλιναγωγώ

verbe transitif (un cheval)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neil galopa jusqu'au sommet de la colline avant de maîtriser sa monture.

τα καταφέρνω με κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une fois que j'ai maîtrisé l'algèbre, j'ai commencé le calcul infinitésimal.

υπερνικώ

verbe transitif (un feu, une personne,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marthe a réussi à maîtriser son agresseur. les services de secours ont réussi à maîtriser le brasier.
Η Μάρθα κατάφερε να καθυποτάξει τον επιτιθέμενο.

δαμάζω, υπερνικώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pense maîtriser tous les risques qu'il prend.

τελειοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a maîtrisé la chirurgie cardiaque en seulement deux ans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τελειοποίησε τα αγγλικά του σε μόλις 3 χρόνια.

κυριεύω, καταλαμβάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée a envahi les bases ennemies.
Ο στρατός κατέλαβε τις βάσεις του εχθρού.

ελέγχω, συγκρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Banque Centrale Européenne a enrayé l'inflation.

χαλιναγωγώ

(des dépenses,...) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπό έλεγχο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιορίζω, ελέγχω

(inflation, criminalité, chômage,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nouvelle mesure économique est censée maîtriser l'inflation.
Η νέα οικονομική πολιτική της χώρας υποτίθεται θα περιορίσει (or: ελέγξει) τον πληθωρισμό.

συγκρατώ

verbe transitif (ses émotions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kathy ne disait rien car elle essayait de maîtriser sa colère.

τιθασεύω, δαμάζω

verbe transitif (des émotions) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι κύριος

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
S'il veut être pris au sérieux en affaires, il doit apprendre à maîtriser (or: contrôler) ses émotions.
Αν θέλει να τον παίρνουν στα σοβαρά στη δουλειά του, πρέπει να μάθει να είναι κύριος των συναισθημάτων του.

συγκρατώ

(une émotion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle eut du mal à maîtriser (or: contenir) ses émotions.
Ήταν δύσκολο να τιθασεύσει τα συναισθήματά της. Πρέπει να τιθασεύσεις τον ενθουσιασμό σου!

συγκρατώ, ελέγχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen a réussi à maîtriser sa colère quand son collègue s'est attribué le mérite de son travail.

περιορίζω, ελέγχω

verbe transitif (des manifestants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bon nombre de protestants ont été maîtrisés (or: matés) par la police.

παίρνω τον έλεγχο

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω κτ υπό έλεγχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρατώ

verbe transitif (des sentiments)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a réprimé sa colère jusqu'à ce que les enfants aillent se coucher.
Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι τα παιδιά να πάνε για ύπνο. Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της.

έχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray possède de vastes connaissances en matière d'existentialisme français.
Ο Ρέι έχει απίστευτες γνώσεις για τον γαλλικό Υπαρξισμό.

που έχει τον έλεγχο

(d'une situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δαμάζει κτ, που ελέγχει κτ

(ses émotions) (μεταφορικά: αισθήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκρατώ

verbe transitif (des émotions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel était complètement bouleversé mais il a retenu ses larmes.

-

verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu connais ton texte pour la pièce de théâtre de l'école ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχεις μάθει τα λόγια σου για τη σχολική παράσταση;

MBA

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία

(των επιθυμιών, αδυναμιών κπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνώστης της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιορίσιμος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία

(expertise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Regarde le niveau de maîtrise du métier de cette sculpture sur bois ! C'est tellement détaillé.
Κοίτα το επίπεδο δεξιοτεχνίας σε αυτό το ξυλόγλυπτο! Είναι τόσο πολύπλοκο.

μεταπτυχιακό

(BAC +5)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a obtenu sa maîtrise de lettres en 1997.

καλλιτεχνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατασταλτικός

(για άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά Αγγλικά

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τεχνογνωσία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχείριση θυμού

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après avoir menacé un collègue, Bob a été envoyé à un cours sur la maîtrise de soi.

αυτοέλεγχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μάστερ

(BAC +5)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Μάστερ στις νομικές επιστήμες

(BAC +5)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

mastery learning

nom féminin (εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ψηφιακός γραμματισμός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κατασταλτικός

(για αντικείμενο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

MSc, MSc.

(BAC +5) (σντμ: τίτλος, σε όνομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία

nom masculin

Alex vient de soumettre son mémoire de maîtrise.
Ο Άλεξ μόλις υπέβαλε τη διπλωματική του εργασία.

διπλωματική εργασία

nom masculin (ανάλογα τον τίτλο)

Vous devrez rédiger un mémoire de maîtrise de 20 000 mots pour ce module de Master.
Για το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα θα χρειαστεί να γράψεις πτυχιακή εργασία 20.000 λέξεων.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maîtrisé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του maîtrisé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.