Τι σημαίνει το militar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης militar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του militar στο ισπανικά.
Η λέξη militar στο ισπανικά σημαίνει στρατιωτικός, στρατιωτικός, πολεμικός, αξιωματικός, στρατιωτικός, μη στρατιωτικός, με στρατιωτική στήριξη, με στρατιωτική υποστήριξη, με τη στήριξη του στρατού, στρατόπεδο, πολέμαρχος, φλατ τοπ, μπότα, βρετανός στρατονόμος, σογκουνάτο, λοχίας εκπαιδευτής, στρατοδικείο, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, στρατιωτική ακαδημία, στρατιωτικό αεροσκάφος, στρατιωτικός ακόλουθος, στρατιωτική μπάντα, στρατόπεδο, στρατιωτικές επιχειρήσεις, στρατιωτικός ιερέας, στρατιωτικό πραξικόπημα, παρασημοφόρηση, τιμητική διάκριση, στρατιωτική δικτατορία, στρατιωτική βάση, υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική εκπαίδευση, στρατιωτικά οχήματα, στρατιωτική μονάδα, Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, αεροσκάφος του ναυτικού, σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικού, πλοίο του πολεμικού ναυτικού, χρώματα παραλλαγής, θητεία, παράσημο, στρατιωτική βάση, στρατιωτική βάση, στρατιωτικό νοσοκομείο, τανκς, μεραρχία, μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωρο, στρατιωτική κυβέρνηση, πολεμική τακτική, προμήθειες για πολεμικά πλοία, πολεμικά σχέδια, στρατιωτικός εξοπλισμός, στρατονομία, διοικητική μέριμνα, μόνιμος, άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, -, μνεία, εντατικό πρόγραμμα άσκησης, που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, ακαδημία, εκστρατεία, κοντοκομμένος, ένοπλες δυνάμεις, ψηλό καπέλο από γούνα αρκούδας, φυλακή, οι ένοπλες δυνάμεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης militar
στρατιωτικόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alejandro Magno era un brillante estratega militar. |
στρατιωτικός, πολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los Romanos antiguos eran gente marcial. |
αξιωματικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Sonia es oficial en el ejército. Η Σόνια είναι αξιωματικός του στρατού. |
στρατιωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη στρατιωτικόςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με στρατιωτική στήριξη, με στρατιωτική υποστήριξη, με τη στήριξη του στρατούlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρατόπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los soldados construyeron su campamento militar cerca del frente. Οι στρατιώτες έστησαν τη βάση τους κοντά στην πρώτη γραμμή. |
πολέμαρχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φλατ τοπ(κοντοκουρεμένα μαλλιά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπότα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βρετανός στρατονόμοςlocución nominal común en cuanto al género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σογκουνάτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λοχίας εκπαιδευτής(στρατός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El instructor militar gritaba órdenes a los reclutas. |
στρατοδικείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Μετά το στρατοδικείο από το οποίο πέρασε, ο ταγματάρχης πήρε επαίσχυντη απαλλαγή. |
αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Su corte militar y su postura dejaban claro que se trataba de un militar. |
στρατιωτική ακαδημία
West Point es una academia militar de muy buena reputación. |
στρατιωτικό αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτικός ακόλουθοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El Coronel Gunfree es el agregado militar para esta misión. |
στρατιωτική μπάνταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banda militar tocó en el funeral del miembro de la Marina fallecido en combate. |
στρατόπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτικές επιχειρήσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La batalla se consideró el punto crucial de la campaña militar. |
στρατιωτικός ιερέαςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El capellán militar tuvo un desmayo después de oficiar en memoria de tantas bajas. |
στρατιωτικό πραξικόπημαlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El presidente tuvo que abandonar el país tras el triunfo del golpe militar. |
παρασημοφόρηση, τιμητική διάκριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fue galardonado con muchas condecoraciones militares por su valor en combate. |
στρατιωτική δικτατορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tras el golpe de estado se estableció una dictadura militar. |
στρατιωτική βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No debes hacer fotos cerca de una base militar. |
υπηρεσία συλλογής πληροφοριώνlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gracias a la inteligencia militar hemos descubierto la operación del enemigo a tiempo. |
στρατιωτική θητείαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El servicio militar obligatorio fue abolido en España en 2001 |
στρατιωτική εκπαίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los periodistas de guerra suelen verse obligados a recibir entrenamiento militar antes de que se les permita ir al campo de batalla. |
στρατιωτικά οχήματαnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Durante la huelga de transportes los autobuses fueros sustituidos por vehículos militares. |
στρατιωτική μονάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una unidad militar es un elemento de organización dentro de unas Fuerzas Armadas. |
Σχολή Ναυτικών Δοκίμωνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay una Escuela Naval Militar en mi ciudad, y los fines de semana nos invaden cientos de chicas de todos los pueblos vecinos. |
αεροσκάφος του ναυτικούnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Después del gran alud los helicópteros y aviones militares estuvieron días sobrevolando la montaña. |
σχολή εκπαίδευσης πολεμικού ναυτικούnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta abierta la inscripción para la Escuela Naval Militar. |
πλοίο του πολεμικού ναυτικούnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los chicos nunca habían visto una embarcación naval militar. |
χρώματα παραλλαγήςlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Muchos uniformes militares son verde militar. |
θητείαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando hizo el servicio militar lo destinaron a un destacamento de frontera. |
παράσημο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτική βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi tía es trabajadora civil en una base militar. |
στρατιωτική βάσηnombre femenino Hay una gran base militar americana en la isla de Okinawa, Japón. |
στρατιωτικό νοσοκομείοnombre masculino Los heridos fueron trasladados al hospital militar. |
τανκςnombre masculino El monstruo aplastaba los tanques militares como si fueran de juguete. |
μεραρχίαnombre femenino (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωροlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρατιωτική κυβέρνηση
|
πολεμική τακτικήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El asedio era una de las tácticas militares más empleadas en la Edad Media. |
προμήθειες για πολεμικά πλοίαnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La mayoría de los oficiales hacían sus compras en el economato militar de la marina. |
πολεμικά σχέδια
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
στρατιωτικός εξοπλισμόςnombre masculino |
στρατονομίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διοικητική μέριμναlocución nominal femenina |
μόνιμοςlocución nominal común en cuanto al género (στρ) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μνείαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le dieron una distinción militar por su valentía durante el servicio militar. Έγινε εύφημος μνεία στο όνομά της για τη γενναιότητά της κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής της θητείας. |
εντατικό πρόγραμμα άσκησης(en gimnasios) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ana comenzó clases de entrenamiento militar para bajar de peso. Η Αν γράφτηκε σε ένα εντατικό πρόγραμμα άσκησης για να χάσει βάρος. |
που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέραlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ακαδημία(στρατιωτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La han nombrado oficial después de terminar la academia militar. |
εκστρατεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ganamos la guerra gracias a una brillante campaña militar. Κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη στην εξαιρετικά σχεδιασμένη εκστρατεία μάχης. |
κοντοκομμένος(φυτά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ένοπλες δυνάμεις(nombre propio) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Él ingresó en las Fuerzas Armadas hace cinco años y le encanta formar parte del ejército. |
ψηλό καπέλο από γούνα αρκούδας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φυλακή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οι ένοπλες δυνάμεις(informal) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El hijo y la hija de la pareja están haciendo el servicio. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του militar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του militar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.