Τι σημαίνει το ministre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ministre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ministre στο Γαλλικά.

Η λέξη ministre στο Γαλλικά σημαίνει υπουργός, πληρεξούσιος υπουργός, ιερέας, Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης, υπουργός, υπουργός της κυβέρνησης, πρωθυπουργικός, πρωθυπουργός, πρωθυπουργία, γενικός εισαγγελέας, χαρτί αλληλογραφίας, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, υπουργός εξωτερικών, υπουργός εξωτερικών, υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου, Υπουργός Οικονομικών, Καγκελάριος του Θησαυροφυλακίου, αρχιχειρούργος, Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτ, πρωθυπουργός, Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης, υπουργός εσωτερικών, υπουργός οικονομικών, πρόεδρος της κυβέρνησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ministre

υπουργός

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Aaron a été élu ministre des finances.

πληρεξούσιος υπουργός

(diplomate) (διπλωματία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ben a été envoyé comme ministre en France.

ιερέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Richard est devenu pasteur ordonné à l'âge de 30 ans.

Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης

(στο ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπουργός

nom masculin et féminin (France, chef d'un ministère)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le ministre de l'environnement a beaucoup de questions au sujet de la récente inondation.
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος να απαντήσει έχει πολλές ερωτήσεις σχετικά με τις πρόσφατες πλημμύρες.

υπουργός της κυβέρνησης

nom masculin et féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πρωθυπουργικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωθυπουργός

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le Premier ministre a brièvement rencontré la Reine lundi.
Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε γα λίγο με τη βασίλισσα τη Δευτέρα.

πρωθυπουργία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενικός εισαγγελέας

(anglicisme)

χαρτί αλληλογραφίας

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

(équivalent)

Eric H. Holder Junior a été intronisé ministre de la Justice des États-Unis le 3 février 2009.

υπουργός εξωτερικών

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les ministres des Affaires étrangères de cinquante pays se sont retrouvés au sommet sur le réchauffement planétaire.
Υπουργοί εξωτερικών από περισσότερες από πενήντα χώρες παρακολούθησαν τη διάσκεψη για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

υπουργός εξωτερικών

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Υπουργός Οικονομικών, Καγκελάριος του Θησαυροφυλακίου

(ministre des Finances britannique)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Le Chancelier de l'Échiquier a sa résidence officielle à côté de celle du Premier ministre, sur Downing Street.

αρχιχειρούργος

nom masculin et féminin (France)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτ

(anglicisme)

Il espère que la proposition sera soutenue par Downing Street.

πρωθυπουργός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le Premier ministre italien a démissionné après avoir perdu un vote de confiance au sénat. Dans les régimes parlementaires, le Premier ministre est le chef du gouvernement mais pas le chef d'État.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους.

Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπουργός εσωτερικών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπουργός οικονομικών

(traduction littérale)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πρόεδρος της κυβέρνησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Le Premier ministre est le chef du gouvernement du Royaume-Uni.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ministre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.