Τι σημαίνει το mining στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mining στο Αγγλικά.

Η λέξη mining στο Αγγλικά σημαίνει μεταλλευτική, ναρκοθέτηση, δικός μου, ο δικός μου, ορυχείο, αστείρευτη πηγή, εξορύσσω, νάρκη, σκάβω, σκάβω, τοποθετώ νάρκες, κάνω εξόρυξη, βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα, εξόρυξη δεδομένων, χρυσοθηρία, ναρκοθέτηση, εξόρυξη μολύβδου, χώρος εξόρυξης, εξόρυξη αργύρου, επιφανειακή εξόρυξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mining

μεταλλευτική

noun (industry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daniel got a job in mining after he finished his college degree.
Ο Ντάνιελ βρήκε δουλειά στη βιομηχανία εξόρυξης όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.

ναρκοθέτηση

noun (laying mines)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The army assigned its lowest-ranking soldiers the task of mining.

δικός μου

pronoun (belonging to me)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
That hat is mine.
Αυτό το καπέλο είναι δικό μου.

ο δικός μου

pronoun (the one belonging to me)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Mine is the blue one.
Το δικό μου είναι το μπλε.

ορυχείο

noun (excavation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The diamond mine was controlled by the rebels.
Το ορυχείο διαμαντιών ήταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών.

αστείρευτη πηγή

noun (figurative (abundant supply)

The website was a mine of information.
Η ιστοσελίδα ήταν μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών.

εξορύσσω

transitive verb (extract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They mined gold from that mountain.
Εξόρυξαν χρυσό από εκείνο το βουνό.

νάρκη

noun (explosive device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hiking is prohibited here because of the risk of stepping on a buried mine.

σκάβω

intransitive verb (dig, excavate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They mined until the mountain had no more ore to give.
Συνέχισαν να σκάβουν μέχρι να τελειώσει ο χρυσός στο βουνό.

σκάβω

(dig to find [sth]) (για να βρω κτ, για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
People have been mining for gold here for over one hundred years.

τοποθετώ νάρκες

transitive verb (plant explosive mines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The army mined the whole field.
Ο στρατός ναρκοθέτησε ολόκληρο το πεδίο.

κάνω εξόρυξη

transitive verb (data: analyse)

They mined the data, looking for buying patterns.
Έκαναν εξόρυξη δεδομένων αναζητώντας αγοραστικά μοτίβα.

βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα

noun (industry: digging for coal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When weighing the cost of burning coal, one should consider not only the impact of burning coal but also the impact of coal mining on the environment, local communities and the miners themselves.

εξόρυξη δεδομένων

noun (information gathering and analysis) (από βάσεις δεδομένων)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρυσοθηρία

noun (excavation for gold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gold mining will have a big impact on political stability in the region.

ναρκοθέτηση

noun (military: placing explosives underground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξόρυξη μολύβδου

noun (excavation for lead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Much of the countryside has been scarred by the lead mining that used to take place.

χώρος εξόρυξης

noun (location of a mine or pit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξόρυξη αργύρου

noun (extraction of silver from underground)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφανειακή εξόρυξη

noun (excavation method)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mining

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.