Τι σημαίνει το momento στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης momento στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του momento στο πορτογαλικά.

Η λέξη momento στο πορτογαλικά σημαίνει στιγμή, στιγμή, στιγμή, σημασία, σπουδαιότητα, στιγμή, ροπή, ροπή αδρανείας, μισό, στιγμή, στιγμή, στιγμή, συγχρονισμός, στιγμή, λεπτό, λεπτάκι, η διεξαγωγή μιας ενέργειας την κατάλληλη στιγμή, παρόν, χρονική στιγμή, στα γρήγορα, αμέσως, ορμή, τελευταία λέξη της μόδας, τώρα, αυτή τη στιγμή, ποτέ, ουδέποτε, για την ώρα, προς το παρόν, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, για μία στγμή, σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, σε λίγο, όπου να' ναι, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ακριβώς εκείνη την στιγμή, σε συγκεκριμένη ώρα, την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που μιλάμε, πάνω στην ένταση της στιγμής, την τελευταία στιγμή, αυθόρμητα, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, προς το παρόν, προσωρινά, εκείνη τη στιγμή, όταν, αυτή τη στιγμή, άδραξε την ημέρα, ακατάλληλη στιγμή, κρίσιμο σημείο, σημείο καμπής, χιουμοριστική σκηνή σε δράμα, απόγειο της δόξας, αποφασιστική στιγμή, η ώρα της αλήθειας, διασκέδαση, κατάλληλη στιγμή, κατάλληλη, σωστή στιγμή, ακατάλληλη χρονική στιγμή, ελεύθερος χρόνος, κρίσιμη καμπή, στιγμή περηφάνειας, υπόκλιση, χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου, άσχετες στιγμές, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, περνάω δύσκολη περίοδο, σύντομα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, αυτή τη στιγμή, αστείο που χαλαρώνει τεταμένη ατμόσφαιρα, η ώρα της αλήθειας, κακή στιγμή, περιμένω, η στιγμή της αλήθειας, γέλιο, -, τώρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης momento

στιγμή

substantivo masculino (ponto no tempo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Onde você estava no momento em que ouviu que haviam atirado em Kennedy?
Πού ήσασταν τη στιγμή που ακούσατε ότι πυροβολήθηκε ο Κένεντι;

στιγμή

substantivo masculino (presente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No momento, não estou disponível. Por favor, ligue depois.
Προς το παρόν δεν είμαι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα.

στιγμή

substantivo masculino (pequeno período de tempo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Só estive lá por um momento. Saí da loja segundos depois de entrar.
Έμεινα εκεί μέσα μόνο για μια στιγμή, έφυγα από το κατάστημα λίγα δευτερόλεπτα αφού μπήκα.

σημασία, σπουδαιότητα

(importância)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το νέο κτήριο είναι μια μεγάλης σπουδαιότητας και θα αλλάξει την αντίληψη του κόσμου σχετικά με το σχεδιασμό.

στιγμή

substantivo masculino (tempo de excelência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η πιο σημαντική στιγμή του ήταν όταν διοργάνωσε τη φιλανθρωπική εκδήλωση για τους άστεγους.

ροπή

substantivo masculino (física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροπή αδρανείας

substantivo masculino (física)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μισό

substantivo masculino (gíria, abreviatura) (καθομ: λεπτό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στιγμή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Onde ele estava naquele momento?

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγχρονισμός

(momento certo para algo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No momento perfeito, Tim sugeriu uma solução ideal, justamente quando todos achavam que nunca encontrariam uma.
Με τέλειο συγχρονισμό ο Τιμ πρότεινε την ιδανική λύση εκεί που όλοι νόμιζαν ότι δεν θα την έβρισκαν ποτέ.

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parecia ter tudo acabado em um instante.
Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή.

λεπτό, λεπτάκι

substantivo masculino (informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η διεξαγωγή μιας ενέργειας την κατάλληλη στιγμή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Το σχόλιό του έγινε την κατάλληλη στιγμή και όλο το δωμάτιο ξέσπασε σε γέλια.

παρόν

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pare de se preocupar com o amanhã e mantenha seus pensamentos no presente.
Προσπάθησε να μην ανησυχείς για το αύριο και περιόρισε τις σκέψεις σου στο παρόν.

χρονική στιγμή

(evento)

A data da exibição coincidiu com minhas férias, então não pude ir.
Η χρονική στιγμή της έκθεσης συνέπεσε με τις διακοπές μου και έτσι δεν μπόρεσα να πάω.

στα γρήγορα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Liza parou brevemente na loja no caminho para o show.
Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία.

αμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vou partir imediatamente.
Φεύγω τώρα αμέσως.

ορμή

(física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O meteoro tinha bastante momentum quando atingiu o solo.
Ο μετεωρίτης είχε μεγάλη ορμή όταν χτύπησε το έδαφος.

τελευταία λέξη της μόδας

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τώρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Steve não tem um emprego no momento.
Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα.

αυτή τη στιγμή

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No momento, estou no supermercado.
Αυτή τη στιγμή είμαι στο σούπερ μάρκετ.

ποτέ, ουδέποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για την ώρα, προς το παρόν

advérbio (τώρα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Naquele momento, percebi que ela realmente me amava. Eu estava prestes a contar a ela, mas naquele momento o telefone tocou.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

locução adverbial (determinado tempo no passado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Naquele tempo, eu não entendi completamente o que ela queria dizer, mas eu compreendi mais tarde.
Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

locução adverbial (agora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O modelo do carro não está disponível nesse momento.
Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα.

για μία στγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λίγο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπου να' ναι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ela telefona todos os dias no mesmo horário; na verdade, ela deve estar ligando agorinha mesmo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά.

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

(imediatamente, sem demora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

(até o presente momento)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή

(até um momento anterior)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele se casou aos 40 anos. Até então, sempre viveu sozinho.
Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του.

σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς εκείνη την στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε συγκεκριμένη ώρα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα.

την κατάλληλη στιγμή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τη στιγμή που μιλάμε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάνω στην ένταση της στιγμής

expressão (figurado: emoção)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την τελευταία στιγμή

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αυθόρμητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μας τη βάρεσε και πήγαμε στο Λας Βέγκας.

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

locução adverbial (agora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προς το παρόν, προσωρινά

locução adverbial (temporariamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu carro quebrou, então estou usando minha bicicleta no momento.
Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου.

εκείνη τη στιγμή

locução adverbial (μόνο χρόνος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όταν

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτή τη στιγμή

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άδραξε την ημέρα

(Latim)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Carpe diem" é meu lema favorito: uma bela desculpa para festejar!
Το «Carpe diem» είναι το αγαπημένο μου απόφθεγμα, μια τέλεια δικαιολογία για χαβαλέ!

ακατάλληλη στιγμή

Vocês vieram em uma má hora. Nosso departamento acabou de ter seu orçamento cortado, então é uma má hora para pedir ao chefe um aumento de salário.

κρίσιμο σημείο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημείο καμπής

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ο νόμος του 1964 για τα πολιτικά δικαιώματα ήταν σημείο καμπής στη μάχη για ισότητα για όλους τους Αμερικάνους.

χιουμοριστική σκηνή σε δράμα

(durante um drama)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απόγειο της δόξας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφασιστική στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ώρα της αλήθειας

(revelação, divulgação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διασκέδαση

(experiência agradável, diversão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάλληλη στιγμή

(momento apropriado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάλληλη, σωστή στιγμή

(momento apropriável)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μην είσαι βιαστικός. Θα τα πας καλύτερα αν περιμένεις μια πιο κατάλληλη στιγμή.

ακατάλληλη χρονική στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η προσφορά για δουλειά απλά ήρθε την ακατάλληλη χρονική στιγμή. Πληρώνομαι κάθε πρώτη του μήνα, έτσι στο τέλος του μήνα είναι ακατάλληλη χρονική στιγμή να μου ζητήσεις δάνειο.

ελεύθερος χρόνος

Στον ελεύθερο χρόνο της λάτρευε να διαβάζει βιβλία μαγειρικής και να δοκιμάζει καινούριες συνταγές. Κάνω δύο δουλειές και έτσι δεν έχω σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο.

κρίσιμη καμπή

στιγμή περηφάνειας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπόκλιση

substantivo masculino (teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άσχετες στιγμές

(καθομιλουμένη)

αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω δύσκολη περίοδο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύντομα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Até agora, arrecadamos 80% dos recursos que precisamos para completar o projeto.
Μέχρι στιγμής έχουμε μαζέψει σχεδόν το 80% των κονδυλίων που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε το έργο.

αυτή τη στιγμή

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αστείο που χαλαρώνει τεταμένη ατμόσφαιρα

(durante uma situação estressante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A queda do professor durante o exame resultou em um momento cômico para os estudantes nervosos.

η ώρα της αλήθειας

(momento de sucesso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακή στιγμή

περιμένω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espere um momento e estarei com você em alguns minutos.
Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά.

η στιγμή της αλήθειας

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Eles discutem muito, mas quando chega a hora do aperto, eles são muito leais um ao outro.
Διαφωνούν πολύ, αλλά όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας είναι πολύ πιστοί ο ένας στον άλλο.

γέλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nós tivemos um momento divertido no baile da escola.
ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.

-

locução adverbial (tempo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O idioma tem mudado até o momento.
Η γλώσσα αλλάζει με την πάροδο των χρόνων.

τώρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O que precisamos neste momento é fazer um pequeno intervalo.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του momento στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του momento

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.