Τι σημαίνει το moon στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moon στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moon στο Αγγλικά.

Η λέξη moon στο Αγγλικά σημαίνει φεγγάρι, φεγγάρι, όψη, φεγγάρι, χαζεύω, δείχνω τον κώλο μου, σέρνομαι, σκέφτομαι επίμονα, αιμάτινο φεγγάρι, μεγάλο χρονικό διάστημα, ημισέληνος, πανσέληνος, πανσέληνος, μισοφέγγαρο, φθινοπωρινή πανσέληνος, σεληνιακή σκόνη, στρογγυλοπρόσωπος, εκτόξευση, πολύ ψηλή μπαλιά, καινούριο φεγγάρι, μια στο τόσο, μια στις τόσες, στον έβδομο ουρανό, σεληνιακός κύκλος, τάζω τον ουρανό με τ' άστρα, φθίνουσα ημισέληνος, σελήνη σε φθίνουσα φάση, αύξων μηνίσκος, το φεγγάρι που γεμίζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moon

φεγγάρι

noun (Earth's moon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The moon can often be seen at night.
Η Σελήνη είναι συχνά ορατή τη νύχτα.

φεγγάρι

noun (planetary satellite)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Almost every planet in the solar system has a moon.
Σχεδόν κάθε πλανήτης στο ηλιακό σύστημα έχει το δικό του φεγγάρι.

όψη

noun (moon's visible part) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a full moon tonight.
Απόψε το φεγγάρι είναι γεμάτο.

φεγγάρι

noun (figurative, poetic (lunar month) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It has not rained in many moons.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τελευταία φορά που τη συνάντησα ήταν πολλά φεγγάρια πριν.

χαζεύω

intransitive verb (informal (daydream) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Adolescent girls often moon in class while thinking about boys.
Τα έφηβα κορίτσια συχνά χαζεύουν στην τάξη ενώ σκέφτονται τα αγόρια.

δείχνω τον κώλο μου

transitive verb (slang (show buttocks) (χυδαίο: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The players mooned the other team.
Οι παίκτες έδειξαν τα οπίσθιά τους στην αντίπαλη ομάδα.

σέρνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (be apathetic, gloomy) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why don't you go out and do something useful instead of mooning about in here all day?

σκέφτομαι επίμονα

phrasal verb, transitive, inseparable (think of [sb/sth] too much)

αιμάτινο φεγγάρι

noun (in total lunar eclipse) (μεταφορικά)

μεγάλο χρονικό διάστημα

noun (figurative (long period)

Why, it's a blue moon since I saw you last.

ημισέληνος

noun (moon: arc-shaped view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A crescent moon was just visible through the clouds.
Μια ημισέληνος μόλις που φαινόταν μέσα από τα σύννεφα.

πανσέληνος

noun (moon: fully visible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The light of the full moon made it easier to travel by night.

πανσέληνος

noun (phase: moon fully visible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Legend states that werewolves only appear during the full moon.

μισοφέγγαρο

adjective (shape of half-circle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φθινοπωρινή πανσέληνος

(autumnal moon)

σεληνιακή σκόνη

noun (powder on lunar surface)

στρογγυλοπρόσωπος

adjective (having a very round face)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτόξευση

noun (spacecraft: moon launch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ ψηλή μπαλιά

noun (figurative (baseball hit over the fence) (μπέϊζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καινούριο φεγγάρι

noun (phase: moon is invisible)

It's very dark today, there must be a new moon.

μια στο τόσο, μια στις τόσες

adverb (figurative (very rarely) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He only calls once in a blue moon.

στον έβδομο ουρανό

adjective (informal, figurative (extremely joyful) (μεταφορικά: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σεληνιακός κύκλος

plural noun (lunar cycle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It takes 30 days to cycle through all the phases of the moon.

τάζω τον ουρανό με τ' άστρα

verbal expression (figurative (vow to provide [sth] unrealistic) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before the wedding, he promised her the moon; the reality of married life was very different.

φθίνουσα ημισέληνος

noun (phase of moon)

A waning crescent moon looks like a smile in the sky.

σελήνη σε φθίνουσα φάση

noun (moon as it decreases)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αύξων μηνίσκος

noun (astronomy: lunar phase) (φάση σελήνης)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

το φεγγάρι που γεμίζει

noun (moon as it grows fuller) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I see we have a waxing moon; it should be full in another few nights.
Βλέπω ότι το φεγγάρι γεμίζει. Σε λίγες μέρες θα έχουμε πανσέληνο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moon στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του moon

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.