Τι σημαίνει το rising στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rising στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rising στο Αγγλικά.

Η λέξη rising στο Αγγλικά σημαίνει αυξανόμενος, ανερχόμενος, νέος, εξέγερση, αυξάνομαι, ανεβαίνω, σηκώνομαι, αύξηση, άνοδος, άυξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, ανύψωση, άνοδος στάθμης, αύξηση, ανατολή, ανάπτυξη, εξέλιξη, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, ανεβαίνω, ανατέλλω, ανεβαίνω, ανεβαίνει η στάθμη, ανεβαίνω, ανέρχομαι, αυξάνομαι, φουσκώνω, ξεσηκώνομαι, φτάνω σε ύψος, σηκώνομαι, ανεγείρομαι, εμφανίζομαι, υψώνομαι, είμαι αντάξιος, κλιμάκωση της δράσης, ανοδική υγρασία, κεντρικός αγωγός, αγορά με ανοδική τάση, τιμές με ανοδική τάση, αυξανόμενα κέρδη, ανερχόμενο αστέρι, αυξανόμενη ένταση, που κινείται προς τα επάνω, που επαναστατεί, που ξεσηκώνεται, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rising

αυξανόμενος

adjective (prices, stocks: increasing)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Rising food prices are causing problems for people in lower income brackets.
Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων δημιουργούν προβλήματα σε όσους ανήκουν στις χαμηλότερες κατηγορίες εισοδήματος.

ανερχόμενος

adjective (person: advancing in career)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Joanne is a rising young politician.
Η Τζόαν είναι μια νέα, ανερχόμενη πολιτικός.

νέος

adjective (growing up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rising generation will have to deal with the problems the current generation leaves behind.

εξέγερση

noun (rebellion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rising was the result of a long build-up of tensions.

αυξάνομαι

intransitive verb (move upwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Heat rises.
Η ζέστη αυξάνεται.

ανεβαίνω

intransitive verb (increase in value)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock market rose 2% today.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

σηκώνομαι

intransitive verb (stand up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will everyone please rise for the National Anthem?
Παρακαλούνται όλοι να εγερθούν για τον εθνικό ύμνο.

αύξηση, άνοδος

noun (price increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in the price of gas made people angry.
Η αύξηση (or: άνοδος) της τιμής της βενζίνης εξαγρίωσε τον κόσμο.

άυξηση, άνοδος

noun (economy: increase in value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Homeowners were happy with the rise in home values.
Οι ιδιοκτήτες κατοικιών χάρηκαν με την αύξηση της αξίας των σπιτιών.

αύξηση

noun (UK (pay raise: pay increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rose is too scared of her boss to ask him for a rise.

άνοδος

noun (figurative (ascension to power) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His rise to power was not expected. The rise of the Nazi party in Germany was a sad event.

ανύψωση

noun (elevation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in the street from east to west was barely noticeable.

άνοδος στάθμης

noun (high water level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They worried the rise of the river would lead to flooding.

αύξηση

noun (increase in pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in gas pressure is dangerous.

ανατολή

noun (rising of moon or sun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise of the sun is a beautiful event.

ανάπτυξη, εξέλιξη

noun (figurative (development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise of the sleepy town to become a major financial centre occurred over the course of twenty years.

γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός

intransitive verb (voice: go higher) (πιο λεπτή φωνή)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Her voice rose when she heard the news.

ανεβαίνω

intransitive verb (tide: come in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tide is rising.

ανατέλλω

intransitive verb (sun, moon: come up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun rises at 6:32 this morning.

ανεβαίνω

intransitive verb (figurative (spirits: improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Their spirits rose when they saw another ship.

ανεβαίνει η στάθμη

intransitive verb (water level: get higher)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the snow melts, the river often rises.
Όταν λιώνουν τα χιόνια, συχνά φουσκώνει το ποτάμι.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

intransitive verb (figurative (be promoted, climb ranks) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rose to the rank of colonel in just a few years.

αυξάνομαι

intransitive verb (salary: increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Salaries have risen little more than inflation.

φουσκώνω

intransitive verb (dough: leaven)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to let the dough rise for three hours before putting it in the oven.

ξεσηκώνομαι

intransitive verb (figurative (show opposition)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The protesters will rise in opposition if this law is passed.

φτάνω σε ύψος

intransitive verb (plants: grow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This type of corn rises to more than six feet.
Τα σιτηρά αυτής της ποικιλίας φτάνουν σε ύψος τα έξι πόδια και περισσότερο.

σηκώνομαι

intransitive verb (get out of bed) (από το κρεβάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I rose at 7 AM to make coffee.

ανεγείρομαι

intransitive verb (be constructed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the 1950s, tower blocks rose all over the city.

εμφανίζομαι

intransitive verb (become prominent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A blister rose on her finger after she burned it on the kettle.

υψώνομαι

intransitive verb (extend upward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The buildings in New York seem to rise into the clouds.

είμαι αντάξιος

intransitive verb (prove adequate)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The star basketball player rises to the occasion for important games.

κλιμάκωση της δράσης

noun (fiction: dramatic series of events)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοδική υγρασία

noun (moisture problem affecting walls) (από το έδαφος)

κεντρικός αγωγός

noun (water pipe)

The rising main burst and flooded the house.

αγορά με ανοδική τάση

noun (prospering economy, boom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You young people forget that a rising market doesn't last forever.

τιμές με ανοδική τάση

plural noun (increasing costs)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αυξανόμενα κέρδη

plural noun (increasing financial gains)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανερχόμενο αστέρι

noun (figurative (up-and-coming performer) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυξανόμενη ένταση

noun (increasing stress or conflict)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κινείται προς τα επάνω

adjective (moving upwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που επαναστατεί, που ξεσηκώνεται

adjective (figurative (people: revolting, protesting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

noun (flour with baking powder) (χωρίς μπέικιν πάουντερ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rising στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rising

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.