Τι σημαίνει το nivel στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nivel στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nivel στο ισπανικά.

Η λέξη nivel στο ισπανικά σημαίνει επίπεδο, βαθμός, επίπεδα, επίπεδο, αλφάδι, επίπεδο, διαμορφωτής, τάξη, βήμα, ρύθμιση, βαθμίδα, όροφος, όριο, επίπεδο, κλάση, θέση, βαθμίδα, επίπεδο, κλικ, κλιμάκιο, κρατικός, πετυχημένος, με πολλούς διάσημους, βαθμός ανάλυσης, βαθμός πιστότητας, βαθμός λεπτομέρειας, εθνικά, καλλιέργεια, πάτος, πυθμένας, πανεθνικός, σε όλο τον νομό, αριστοκρατικός, παγκόσμια, παγκοσμίως, σε αυτό το στάδιο, σε αυτή την φάση, μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατά, κοντά στη γη, πάνω από το έδαφος, στο ίδιο επίπεδο, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ίχνος, σημάδι, βυθομετρική ράβδος, ερασιτέχνης, κατώτερο τμήμα ποταμού, επίπεδο χοληστερίνης, ελευθερίες, επίπεδο ενέργειας, καλά Αγγλικά, ισόγειο, υψηλό βιοτικό επίπεδο, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, κατώτατη κοινωνική τάξη, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, επιτυχία ανευ προηγουμένου, εξέταση αξιολόγησης, εξέταση αξιολόγησης, μειωμένο επίπεδο, βιοτικό επίπεδο, στάθμη της θάλασσας, επίπεδο σακχάρου στο αίμα, πίστωση ρύπων, ισοϋψής, ενδιάμεσο επίπεδο, ισόπεδη διάβαση, επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων, μισθολογική βαθμίδα, υδροφόρος ορίζοντας, το ύψος των ματιών, στάθμη του νερού, ανώτατος, επίπεδο αλκοόλ στο αίμα, είμαι ισάξιος, ανεβάζω τον πήχυ, ρίχνω το επίπεδο, ανεβαίνω επίπεδο, φτάνω, πλησιάζω, βυθισμένος, συμφωνία, σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια, στο ίδιο επίπεδο με, ισοϋψής καμπύλη, πτώση στάθμης, υπόγεια διάβαση, κατώτερο τμήμα, ζάχαρο, κατώτατο επίπεδο, στη στάθμη της θάλασσας, ανταποκρίνομαι σε κτ, πρόσληψης, αρχάριος, τροποποιώ επίπεδο εδάφους, δυνατό, κορυφώνομαι, βιοτικό επίπεδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nivel

επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿En qué nivel estás en el videojuego?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είμαι στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού.

βαθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Había un alto nivel de hostilidad.
Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας.

επίπεδα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Doctor, sus niveles sanguíneos son buenos ahora.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ.

επίπεδο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este es un buen juego porque obliga a todos a jugar al mismo nivel.
Αυτό το παιχνίδι είναι καλό γιατί υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν στην ίδια βάση.

αλφάδι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίπεδο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tienes que hacer un trabajo de alto nivel.
Η δουλειά σου πρέπει να γίνει με υψηλά στάνταρ.

διαμορφωτής

nombre masculino (επιπεδοποίηση επιφανειών)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τάξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su cocina es del más alto nivel.
Η μαγειρική τους είναι πρώτης τάξης.

βήμα

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi hastío aumentaba de nivel mientras él seguía con su monólogo.

ρύθμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nivel del termostato estaba muy bajo, así que lo cambió.

βαθμίδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él espera ser promovido al siguiente nivel.

όροφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Cuántos niveles tiene esa construcción?

όριο, επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El contenido de esta película está muy por debajo del nivel de la decencia, así que deberían censurarla.

κλάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nuevo restaurante esperaba atraer a una clientela de cierto nivel.

θέση, βαθμίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rango de Walter dentro de la compañía es muy bajo.
Η θέση του Γουόλτερ στην εταιρεία είναι πολύ χαμηλή.

επίπεδο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kylie estaba feliz con toda la gente que había contratado, pero Tom estaba en otra liga.
Ο Κάιλ ήταν ικανοποιημένος με τα άτομα που προσέλαβε, αλλά ο Τομ ήταν σε άλλο επίπεδο. Η Μπρέντα είναι καλή παίχτρια ποδοσφαίρου, αλλά δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με την Κάθυ.

κλικ

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El entrenador decidió subir el entrenamiento del equipo un escalón más.
Ο προπονητής αποφάσισε να πάει την προπόνηση της ομάδας ένα κλικ πιο πέρα.

κλιμάκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πετυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ahora es un director exitoso, pero antes trabajaba en la sala de correos.

με πολλούς διάσημους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La película tiene un reparto estelar.

βαθμός ανάλυσης, βαθμός πιστότητας, βαθμός λεπτομέρειας

(Η/Υ, κώδικας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este nivel de definición no es necesario para este proyecto.

εθνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλλιέργεια

(πνευματική, πολιτιστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nivel de cultura es bastante elevado en muchas ciudades de Europa.

πάτος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πυθμένας

(tubería)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El invertido de la tubería está tapado.

πανεθνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lanzaron una alerta a nivel nacional por el chico perdido.
Σήμανε πανεθνικός συναγερμός για το αγνοούμενο παιδί.

σε όλο τον νομό

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστοκρατικός

locución adjetiva (υπηρεσία, μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vístete bien cuando vayas a ese restaurante, ¡es un lugar de alto nivel!

παγκόσμια, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se espera que los precios suban a nivel mundial en las próximas semanas.

σε αυτό το στάδιο, σε αυτή την φάση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En este etapa de la traducción necesitas editar con cuidado.

μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατά

locución nominal masculina (μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Su voz es de un nivel de volumen medio.

κοντά στη γη

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El helicóptero voló a nivel del suelo por unos minutos antes de despegar.

πάνω από το έδαφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La piscina puede construirse a nivel o sobre nivel.

στο ίδιο επίπεδο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La vía del tren estaba a ras del piso donde ellos cruzaron la calle, así que la gente muy raramente notaba la intersección.
Οι γραμμές του τρένου και ο δρόμος ήταν στο ίδιο επίπεδο εκεί που διασταυρώνονταν και έτσι ο κόσμος μετά βίας πρόσεχε την διασταύρωση.

πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aquí estamos muy por encima del nivel del mar, la presión es menor, el agua hierve a 88 ºC.

ίχνος, σημάδι

(πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La inundación había dejado una marca del nivel del agua en la pared.
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

βυθομετρική ράβδος

El mecánico le mostró las varillas de medición al cliente.

ερασιτέχνης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατώτερο τμήμα ποταμού

locución nominal masculina (río)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίπεδο χοληστερίνης

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo el nivel de colesterol alto porque como mucho queso.

ελευθερίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los adolescentes necesitan un nivel de autonomía, pero no demasiado.

επίπεδο ενέργειας

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλά Αγγλικά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Si quieres estudiar en una facultad británica, tienes que tener un buen nivel de inglés.

ισόγειο

locución adverbial

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchas buenas fotos de plantas se sacan a nivel del suelo.

υψηλό βιοτικό επίπεδο

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δόκιμη, επίσημη γλώσσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C++ es un lenguaje de alto nivel.

κατώτατη κοινωνική τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La escuela era terrible, tenía los niveles más bajos de educación.

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

(programación) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El lenguaje ensamblador es un ejemplo típico de un lenguaje de bajo nivel.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

επιτυχία ανευ προηγουμένου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había recibido muchos galardones en su vida, pero el Premio Nobel era un nivel superior incluso para él.

εξέταση αξιολόγησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas escuelas requieren una prueba de nivel para decidir cuál es el mejor programa para el alumno.
Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή.

εξέταση αξιολόγησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aplicamos una prueba de nivel a todos nuestros estudiantes de primer ingreso para saber en qué nivel de matemáticas deben empezar.

μειωμένο επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Actualmente, hay un menor nivel de contaminación en esa zona.

βιοτικό επίπεδο

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando perdí el trabajo mi nivel de vida cayó en picado.

στάθμη της θάλασσας

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una tercera parte del territorio de los Países Bajos se encuentra por debajo del nivel del mar.
Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως.

επίπεδο σακχάρου στο αίμα

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A veces tengo mareos porque se me baja el nivel de azúcar en la sangre.

πίστωση ρύπων

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισοϋψής

locución nominal femenina plural (δείχνει υψόμετρο)

ενδιάμεσο επίπεδο

Hablo francés bastante bien pero nunca pasé del nivel intermedio de hebreo.

ισόπεδη διάβαση

locución nominal masculina (σιδηρόδρομος)

Antes había barreras en ese paso a nivel, pero las sacaron porque ya no pasan más trenes por ahí.

επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισθολογική βαθμίδα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando tengas 20 años de antigüedad alcanzarás el nivel salarial más alto.

υδροφόρος ορίζοντας

το ύψος των ματιών

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στάθμη του νερού

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανώτατος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπεδο αλκοόλ στο αίμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su nivel de alcohol en sangre era superior al permitido por la ley, así que fue convicto por manejar bajo influencia del alcohol.

είμαι ισάξιος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como compositor George Harrison nunca estuvo a la altura de Paul McCartney.

ανεβάζω τον πήχυ

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rafa Nadal ha subido el nivel en el ámbito del tenis.

ρίχνω το επίπεδο

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy en día las noticias están bajando el nivel, con más fotos de celebridades que noticias reales.
Τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το επίπεδό τους στις μέρες μας προβάλλοντας περισσότερες φωτογραφίες διασήμων παρά αληθινές ειδήσεις.

ανεβαίνω επίπεδο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Acabo de subir a nivel 80. / En este juego se sube de nivel fácilmente.

φτάνω, πλησιάζω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βυθισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Era una tumba a nivel más bajo con la piedra quebrada.

συμφωνία

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La medida fue bien recibida a nivel local, pero no a nivel estatal.
Το μέτρο ήταν δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο αλλά όχι σε όλη την πολιτεία.

στο ίδιο επίπεδο με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισοϋψής καμπύλη

locución nominal femenina (en un mapa)

Las curvas de nivel conectan los puntos con la misma elevación.

πτώση στάθμης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La baja del nivel de agua ha alarmado a las autoridades locales.

υπόγεια διάβαση

κατώτερο τμήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζάχαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατώτατο επίπεδο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes empezar por el nivel básico.

στη στάθμη της θάλασσας

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταποκρίνομαι σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rodgers ha demostrado que está al nivel de lo que exige este trabajo.
Ο Ρότζερς έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς.

πρόσληψης

locución adjetiva (dominio del lenguaje) (ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La escucha es una habilidad de nivel funcional.

αρχάριος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un instrumento de nivel básico, apto para principiantes.

τροποποιώ επίπεδο εδάφους

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυνατό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Pon la calefacción en el nivel alto para que entremos en calor más rápido.
Βάλε τη θέρμανση στο high για να ζεσταθούμε πιο γρήγορα.

κορυφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando la historia llega a la cima, sólo quedan dos personajes.
Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες.

βιοτικό επίπεδο

locución nominal masculina

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nivel στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.