Τι σημαίνει το oficial στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης oficial στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oficial στο ισπανικά.
Η λέξη oficial στο ισπανικά σημαίνει επίσημος, αξιωματικός, επίσημος, επίσημος, επίσημος, έμπορος, αξιωματικός, αξιωματικός του στρατού, επίσημος, αστυνομικός, δικαστικός επιμελητής, δικαστική επιμελήτρια, αστυνομικός, επίσημος, δημόσιος υπάλληλος, υπαξιωματικός, Ανατολική Επίσημη Ώρα, αίρω το απόρρητο, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, προσωπικό, διοικητής, εν μέρει επίσημος, κρατικά αναγνωρισμένος, αναγνωρίζω επίσημα, εφημερίδα, σογκούν, επίτροπος, κατάργηση, αστυνομικός, αστυνόμος, εξουσιοδότηση, αξιωματικός του ναυτικού, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος, επιθεωρητής, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εργατική κατοικία, επίσημη προειδοποίηση, επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωση, επίσημη γραμμή, τιμή πόρτας, υπάλληλος οδικής ασφάλειας, επίσημη σφραγίδα, ορκωτός συμβολαιογράφος, ορκωτός μεταφραστής, ορκωτή μεταφράστρια, τελωνειακός, βαθμοφόρος στρατιωτικός, ανθυπασπιστής, αστυνομικός με πολιτικά, -, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μομφή, ταξίδι, επίσημη γλώσσα, ζυγιστής, πολίαρχος, αξιωματικός, όργανο της τάξης, κοινωνική στέγαση, επωνυμία, Λευκή Βίβλος, υποπλοίαρχος, ύπαρχος, υγειονομικός υπάλληλος, διοικητικό στέλεχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης oficial
επίσημοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después del desastre se anunció una investigación oficial. Μετά την καταστροφή, διατάχθηκε επίσημη έρευνα. |
αξιωματικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Sonia es oficial en el ejército. Η Σόνια είναι αξιωματικός του στρατού. |
επίσημοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El latín es el idioma oficial de la Iglesia Católica. Τα λατινικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. |
επίσημοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un edicto es el decreto oficial de un rey. Το έδικτο είναι το επίσημο διάταγμα του βασιλιά. |
επίσημοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Todos sabemos la verdad, ¡pero la versión oficial es otra! |
έμπορος(que ha aprendido oficio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El oficial le enseñó su oficio a un joven aprendiz. |
αξιωματικόςnombre común en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Oficial, en el ejército de tierra, es todo aquel cuyo grado se encuentra entre Alférez y Capitán General. |
αξιωματικός του στρατούnombre común en cuanto al género (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) El oficial que comandaba la patrulla hizo una señal y los soldados atacaron. |
επίσημοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El juez juró su cargo en una ceremonia oficial. |
αστυνομικός(hombre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un policía arrestó al sospechoso aquí cerca. Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά. |
δικαστικός επιμελητής, δικαστική επιμελήτρια
El alguacil ejecutó la orden de desalojo. Ο δικαστικός επιμελητής επέδωσε την εντολή έξωσης. |
αστυνομικός(mujer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las mujeres policía tienen las mismas responsabilidades que su compañeros masculinos. |
επίσημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es un aviso formal que tienes que obedecer. |
δημόσιος υπάλληλος
|
υπαξιωματικόςnombre común en cuanto al género (στρατός) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) El suboficial dirigió a sus soldados tan bien como cualquier oficial hubiera podido esperar. |
Ανατολική Επίσημη Ώρα(acrónimo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El mediodía hora EST son las 5 de la tarde hora GMT. 12:00 μ.μ. EST (or: Ανατολική Επίσημη Ώρα) σημαίνει 5 μ.μ GMT. |
αίρω το απόρρητο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών
|
προσωπικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los empleados del general se encargan de manejar asuntos administrativos. |
διοικητής
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εν μέρει επίσημοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Somos un organismo cuasi oficial, así que únicamente podemos aconsejarlo. |
κρατικά αναγνωρισμένοςlocución adjetiva Es una institución con reconocimiento oficial. |
αναγνωρίζω επίσημα
Muchos países occidentales han reconocido oficialmente a Kosovo. Πολλές Δυτικές χώρες έχουν αναγνωρίσει επισήμως το Κόσοβο. |
εφημερίδαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σογκούν(Ιάπωνας αξιωματούχος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επίτροπος(εκκλησία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατάργηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστυνομικός, αστυνόμος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Cuando sea mayor, quiere ser bombero u oficial de policía. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός. |
εξουσιοδότησηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Tienes autorización oficial para llevar a cabo el evento en este lugar? |
αξιωματικός του ναυτικούnombre común en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cuando yo era niña a los oficiales de Marina se les solía llamar capullos. |
επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσαlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los Estados Unidos de América no tienen idioma oficial. Canadá tiene dos idiomas oficiales, el inglés y el francés. Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. |
νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιθεωρητήςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Se han convocado oposiciones a oficial de policía en el Ayuntamiento de Carcaixent. |
επίσημη γλώσσα/διάλεκτος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución nominal masculina El capitán dejo al primer oficial a cargo del puente y fue a atender el problema que se había suscitado entre los pasajeros. |
εργατική κατοικίαlocución nominal femenina |
επίσημη προειδοποίησηnombre femenino Ayer recibí la notificación oficial de la cesantía. |
επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωση
|
επίσημη γραμμήlocución nominal femenina (μεταφορικά) Me lo dijeron informalmente, pero todavía no me lo han comunicado por la vía oficial. |
τιμή πόρτας(ζαργκόν: τουρισμός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπάλληλος οδικής ασφάλειας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίσημη σφραγίδαnombre masculino |
ορκωτός συμβολαιογράφοςlocución nominal común en cuanto al género |
ορκωτός μεταφραστής, ορκωτή μεταφράστριαnombre masculino |
τελωνειακός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βαθμοφόρος στρατιωτικός(τοποθετημένος σε βαθμό) |
ανθυπασπιστής
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αστυνομικός με πολιτικά(sin uniforme) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίαςnombre común en cuanto al género (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μομφήlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίσημη γλώσσα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El lenguaje oficial a menudo no es otra cosa que ambigüedades y dobles sentidos. |
ζυγιστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολίαρχος(αρχαία Ρώμη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αξιωματικός(στο ναυτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Fred era primer oficial en el buque. |
όργανο της τάξης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνική στέγαση
|
επωνυμία(lenguaje general) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Λευκή Βίβλος(μεταφορικά) |
υποπλοίαρχοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ύπαρχοςlocución nominal masculina (náutica) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υγειονομικός υπάλληλος
|
διοικητικό στέλεχοςlocución nominal con flexión de género |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oficial στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του oficial
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.