Τι σημαίνει το oferta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oferta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oferta στο ισπανικά.

Η λέξη oferta στο ισπανικά σημαίνει προσφορά, προσφορά, προσφορά, προσφορά, τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση, προσφορά, πρόταση, προσφορά, προσφορά, διαθεσιμότητα, προσφορά, πρόταση, προσφορά, προσφορά, ειδική προσφορά, μειωμένη τιμή, υποβάλλω προσφορά, υποβάλλω, προσφέρω τιμή αγοράς, κάνω προσφορά, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά για κτ, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, σε προσφορά, σε ειδική προσφορά, σε τιμή έκπτωσης, σε προσφορά, ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς, κράχτης, τελική προσφορά, υψηλότερη χρηματική προσφορά, τιμή προσφοράς, πακέτο προσφοράς, προσφορά εξαγοράς, συνεχής παροχή, δημόσια προσφορά, προσφορά και ζήτηση, προσφορά, νικητήρια προσφορά, αύξηση προσφοράς, ζήτηση εργασίας, προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους, αγγελία για θέση εργασίας, ρίχνω τις τιμές, κάνω προσφορά, κάνω οικονομική προσφορά, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, χρυσώνω το χάπι, πλειοδοτώ, κενή θέση, προσφορά, προσφέρω υψηλότερη τιμή, σε τιμή ευκαιρίας, σε προσφορά, κυκλοφορούν χρήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oferta

προσφορά

nombre femenino (puja) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su oferta no fue la más alta, no ganó la subasta.
Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La oferta de cinco mil libras esterlinas por el auto fue rechazada por el vendedor.
Η προσφορά των πέντε χιλιάδων λιρών για το αυτοκίνητο δεν έγινε δεκτή από τον πωλητή.

προσφορά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las chaquetas estaban en oferta porque el clima ya no estaba frío.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deberías aceptar su ofrecimiento de ayudarte a conseguir empleo.
Θα έπρεπε να δεχτείς την προσφορά του να σε βοηθήσει να βρεις δουλειά.

τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aun la oferta es más de lo que estoy dispuesto a pagar.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El empleado aceptó la oferta de la empresa para un arreglo legal.

πρόταση, προσφορά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él ofreció diez libras esterlinas por la mesa y voy a aceptar su oferta.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La oferta de participaciones en esta empresa ha creado un montón de interés entre los inversores.

διαθεσιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sam llamó a tres empresas de alquiler de coches, pero no había disponibilidad para el fin de semana festivo.
Ο Σαμ τηλεφώνησε σε τρεις εταιρείες ενοικιάσεων αυτοκινήτων, αλλά δεν υπήρχε διαθεσιμότητα για το σαββατοκύριακο των διακοπών.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta mañana, mi gato me trajo un ratón muerto como ofrenda.

πρόταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Laura aceptó la propuesta de trabajo de Karen.
Η Λώρα δέχθηκε την πρόταση της Κάρεν για δουλειά.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El supermercado tiene una promoción en jabón para lavar esta semana: compre uno, lleve dos.
Το σούπερ μάρκετ έχει τη σκόνη πλυντηρίου σε προσφορά αυτήν την εβδομάδα. Τη δίνουν μία συν μία δώρο.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La licitación de la firma fue aceptada y obtuvieron el contrato.

ειδική προσφορά

μειωμένη τιμή

υποβάλλω προσφορά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La autoridad local ofrece un buen contrato y nuestra empresa tiene intenciones de ofertar.

υποβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre ofreció su agradecimiento por todo el aprecio que había recibido de la familia.

προσφέρω τιμή αγοράς

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a ofertar/pujar a la baja para intentar quedarnos con la contrata de obra.

κάνω προσφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me hizo una oferta por el auto que me pareció conveniente, y se lo vendí.

κάνω προσφορά

locución verbal (pujar) (ποσό για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En la subasta hizo una oferta de 100 euros por la pintura.
Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία.

υποβάλλω προσφορά για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheila hizo una oferta por un jarrón en una subasta.

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον

(subasta) (σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα.

σε προσφορά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A partir de hoy, todos los artículos de este negocio están en oferta.

σε ειδική προσφορά

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε τιμή έκπτωσης

(ES)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las camisetas estaban de rebaja.

σε προσφορά

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κράχτης

(μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunas empresas venden algo a precio muy bajo como oferta gancho para atraer gente que compre otros productos más caros.
Μερικές εταιρείες πουλούν φθηνά κάποιο προϊόν ως «κράχτη», για να προσκαλέσουν τον κόσμο στο κατάστημα και να τον κάνουν να αγοράσει πιο ακριβά προϊόντα.

τελική προσφορά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλότερη χρηματική προσφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aseguré la pintura en la subasta porque hice una oferta mejor que la de los demás.

τιμή προσφοράς

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El precio de la oferta es de $250,000, pero pienso que ellos lo venderían por bastante menos.

πακέτο προσφοράς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσφορά εξαγοράς

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cadbury ha aceptado una oferta pública de adquisición por parte de la empresa de alimentación Kraft.

συνεχής παροχή

nombre femenino

En ese local, hay una oferta constante de productos computacionales.

δημόσια προσφορά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La empresa Acme presentó una oferta de licitación para la construcción del estadio.

προσφορά και ζήτηση

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νικητήρια προσφορά

nombre femenino

αύξηση προσφοράς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζήτηση εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά δικαιωμάτων, έκδοση δικαιωμάτων εγγραφής, προσφορά αγοράς μετοχών σε υπάρχοντες μετόχους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγελία για θέση εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρίχνω τις τιμές

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchos negocios ponen en oferta los productos después de Navidad para intentar mantener las ventas.

κάνω προσφορά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voy a la agencia a hacer una oferta por esa casa. Deja que te haga una oferta por el coche.

κάνω οικονομική προσφορά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está dispuesta a vendérselo al primero que le haga una oferta razonable.

ανεβάζω την τιμή προσφοράς

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Subió la oferta con un póker pero perdió todo.

χρυσώνω το χάπι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλειοδοτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fernando pujó más que sus competidores en la subasta.

κενή θέση

La empresa tiene un puesto de recepcionista vacante.
Αυτή η εταιρεία έχει μια κενή θέση για ρεσεψιονίστ.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una oferta especial en el precio de las naranjas en el mercado.
Τα πορτοκάλια σήμερα τα είχαν σε προσφορά στην αγορά.

προσφέρω υψηλότερη τιμή

locución verbal (ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σε τιμή ευκαιρίας, σε προσφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los zapatos en oferta están en el estante del fondo de la tienda.
Τα παπούτσια σε προσφορά (or: σε τιμή ευκαιρίας) είναι στο ράφι στο πίσω μέρος του καταστήματος.

κυκλοφορούν χρήμα

(economía)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oferta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.