Τι σημαίνει το oficina στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης oficina στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oficina στο ισπανικά.
Η λέξη oficina στο ισπανικά σημαίνει γραφείο, γραφείο, γραφείο, υπηρεσία, γραφείο, γραφείο δικαστή, το αξίωμα του πάπα, έδρα, ταχυδρομείο, Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών, Γενικό Ταχυδρομείο, βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων, υπαλληλικός, τα κεντρικά, ταχυδρομείο, Διευθυντής Ταχυδρομείου, αρχηγείο, γραφείο του επιθεωρητή, γραφείο συμψηφισμού, κομισαριάτο, αξίωμα του πάστορα, διευθύντρια ταχυδρομείου, σογκουνάτο, έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας, κεντρικά γραφεία, γραφείο ανεύρεσης εργασίας, κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα, κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης, κεντρικά γραφεία, αργυραμοιβός, έπιπλα γραφείου, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, υπάλληλος γραφείου, υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τουριστικό γραφείο, γραφείο διοίκησης, ανταλλακτήριο συναλλάγματος, Τμήμα Καταγγελιών, ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών, υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης, Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων, γραφείο αλληλογραφίας, εξοπλισμός γραφείου, γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστές, κέντρο επισκεπτών, γραφείο εύρεσης εργασίας, τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες, σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας, γραφείο ευρέσεως εργασίας, δουλειά γραφείου, εφορία, ώρες γραφείου, αναλώσιμα γραφείου, του οχταώρου, γραφείο πληροφοριών, γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών, έξω για μεσημεριανό, επιστολόχαρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης oficina
γραφείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi oficina está en el tercer piso. Το γραφείο μου είναι στον τρίτο όροφο. |
γραφείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tengo una oficina arriba, en una de las habitaciones libres. Χρησιμοποιώ ένα από τα ελεύθερα υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο ως γραφείο. |
γραφείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sí, esta compañía tiene una sucursal en San Francisco. Ναι, αυτή η εταιρία έχει γραφείο στο Σαν Φρανσίσκο. Τα γραφεία της εταιρείας μας βρίσκονται στη Μέιν Στριτ. |
υπηρεσία(entidad gubernamental) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El Departamento de Inmigración tramita las visas. |
γραφείο(para trabajar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραφείο δικαστή(de un juez) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το αξίωμα του πάπα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El papado está situado en el Vaticano. |
έδρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sede está en otro país ya que nuestra compañía fue absorbida. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα κεντρικά γραφεία του ομίλου μεταφέρθηκαν σε νέα διεύθυνση. |
ταχυδρομείο(AR, MX) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voy al correo a enviar este paquete a mi hermano. Πάω στο ταχυδρομείο να στείλω αυτό το δέμα στον αδερφό μου. |
Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Γενικό Ταχυδρομείο
|
βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων(sigla en inglés) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπαλληλικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Julie está buscando un puesto de oficina. Η Τζούλι ψάχνει μια θέση εργασίας ως υπάλληλος. |
τα κεντρικά
La oficina central de la compañía tecnológica está en California. |
ταχυδρομείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Διευθυντής Ταχυδρομείου(MX) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El jefe de correos recibió quejas de que el correo estaba llegando tarde. |
αρχηγείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En la sede central, el jefe estaba ideando un nuevo plan. |
γραφείο του επιθεωρητή
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Necesitas recoger los papeles de la oficina del inspector. |
γραφείο συμψηφισμού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κομισαριάτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αξίωμα του πάστοραlocución nominal femenina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διευθύντρια ταχυδρομείου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σογκουνάτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La sede central de la compañía está en Nueva York. |
κεντρικά γραφεία(PR) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
γραφείο ανεύρεσης εργασίαςlocución nominal femenina (ES) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La oficina central de correos se encuentra en el barrio de Chelsea. |
κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κεντρικά γραφεία
La oficina matriz está en Londres, pero tienen sucursales en Bristol y en Leeds. |
αργυραμοιβόςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Encontrarás oficinas de cambio tan pronto como cruces la frontera. Οι αργυραμοιβοί θα έλθουν σε επαφή μαζί σας, μόλις περάσετε τα σύνορα. |
έπιπλα γραφείουlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Se aseguró de que su nuevo mobiliario de oficina fuera resistente. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Περιμένουμε και τα έπιπλα γραφείου και είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε σε τρεις μέρες. |
υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La gerente de la oficina aclaró que ella no era una secretaria, ni siquiera una secretaria ejecutiva. |
υπάλληλος γραφείουnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El trabajo sedentario ha multiplicado la incidencia del dolor de espalda entre los empleados de oficina. |
υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίαςlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Thomas Edison registró sobre 1000 inventos en la Oficina de Patentes para que otros no pudiesen copiarlo. |
τουριστικό γραφείοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo primero que hago cuando llego a un lugar nuevo, es ir a la oficina de turismo. |
γραφείο διοίκησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Todos los reclamos de facturas se trabajan en la oficina administrativa. |
ανταλλακτήριο συναλλάγματος(España) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En los grandes aeropuertos puedes encontrar oficinas de cambio. |
Τμήμα Καταγγελιώνnombre femenino (España) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών(ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσηςlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένωνlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γραφείο αλληλογραφίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξοπλισμός γραφείου(ηλεκτρικός, ηλεκτρονικός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κέντρο επισκεπτών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cerca del museo está la oficina de turismo. Allí te informan de los lugares que debes visitar. |
γραφείο εύρεσης εργασίας(ES) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρεςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίαςlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραφείο ευρέσεως εργασίαςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δουλειά γραφείου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εφορίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ώρες γραφείου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En los Estados Unidos el horario de oficina normal es de 8 a 5, mientras que el horario de los bancos es de 9 a 3. El horario de oficina del profesor era exclusivamente de mañana. Οι ώρες γραφείου του καθηγητή είναι μόνο οι πρωινές. |
αναλώσιμα γραφείουlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
του οχταώρου(trabajo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφείο πληροφοριών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nuestra empresa no tiene una oficina de información. Si tienes algún problema, pregúntale a tu supervisor. |
γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La oficina de información de los becarios es una fuente de información para muchas instituciones. |
έξω για μεσημεριανόlocución adverbial |
επιστολόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El material de oficina de la empresa es muy singular. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oficina στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του oficina
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.