Τι σημαίνει το god στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης god στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του god στο Αγγλικά.

Η λέξη god στο Αγγλικά σημαίνει θεός, θεός, θεός, θεά, Θεέ μου!, εξώστης, θεός, θεά, Θεός, θεομηνία, θεομηνία, ένας θεός ξέρει τι άλλο, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού, δώρο Θεού, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, πήγαινε στην ευχή του Θεού, ο θεός να σ`έχει καλά, ο θεός να σ`έχει καλά, θεόσταλτος, θεόσταλτος, Θεέ μου βόηθα!, θεός του πολέμου, Θεού θέλοντος, θεοσεβούμενος, ευσεβής, θεόσταλτος, θέλημα Θεού, θέλημα Θεού, απομονωμένος, χάρη του Θεού, Μα τω Θεώ!, πραγματικός, αληθινός, ελπίζω στο Θεό, οίκος, Αμνός, ιερωμένος, κληρικός, ο Θεός μαζί σου, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, θεότητα της σκανδιναβικής μυθολογίας, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, παριστάνω τον Θεό, Δόξα τω θεό!, δοξάζω τον Κύριο, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, ο θεός του ήλιου, ο θεός ήλιος, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, έχω πίστη στο Θεό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης god

θεός

noun (any divine being)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ancient Romans believed in many gods.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν σε πολλούς θεούς.

θεός

noun (idol)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You should not worship false gods made of marble and plaster.

θεός, θεά

noun (figurative, exaggeration (exceptional man)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
That man is so brilliant at his job - he is a god!

Θεέ μου!

interjection (exclamation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh god! I forgot to turn the oven off!

εξώστης

plural noun (theatre: gallery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We can't afford seats in the stalls, so we have to sit up in the gods.

θεός, θεά

noun (object of worship)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She adores him so much, she treats him like a god.

Θεός

noun (divine being: creator)

The Bible says that God created the world in six days and rested on the seventh.
Η Βίβλος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη.

θεομηνία

noun (natural disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεομηνία

noun (law: unpreventable disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The insurance company refused to pay out, ruling that the damages resulted from an act of God.

ένας θεός ξέρει τι άλλο

adverb (informal (and [sth] unknown)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I sent him out to do the shopping and he came back with a new TV and God knows what.

για όνομα του θεού! έλεος!

interjection (possibly offensive (expressing anger or frustration)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
For God's sake, leave me alone when I'm trying to read!

για όνομα του Θεού

interjection (expression of frustration)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
John, for the love of God, just sit quietly for a minute and let me think!

δώρο Θεού

noun ([sth] welcomed or cherished) (μτφ: καλοδεχούμενος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δόξα τω Θεώ

interjection (used to praise Christian god) (καθαρεύουσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The men have all returned home safely. Glory be to God!

δόξα τω Θεώ

interjection (expressing religious worship) (καθαρεύουσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Glory to God in the highest!

πήγαινε στην ευχή του Θεού

interjection (parting expression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Bishop dismissed him, saying "Go with God, my son".

ο θεός να σ`έχει καλά

interjection (Christian well-wishing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're moving away? Well, good luck and God bless!

ο θεός να σ`έχει καλά

interjection (Christian well-wish)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
God bless you and keep you safe, my child.

θεόσταλτος

adjective (welcomed or cherished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεόσταλτος

adjective (inborn, natural) (μτφ: χάρισμα, ταλέντο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Θεέ μου βόηθα!

interjection (expressing exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεός του πολέμου

noun (mythology: Mars, Ares, Odin, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mars was the Roman god of war.

Θεού θέλοντος

adverb (if this is what God wishes) (καθαρεύουσα, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεοσεβούμενος, ευσεβής

adjective (religious, devout)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεόσταλτος

adjective (welcomed or cherished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After the long drought, the farmers rejoiced at the God-sent rain.

θέλημα Θεού

noun (figurative ([sth] predetermined or meant to be) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέλημα Θεού

noun ([sth] determined by God)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απομονωμένος

adjective (figurative, slang (place: desolate)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
How could anyone live in this godforsaken place?

χάρη του Θεού

noun (Christianity: God's kindness)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
By the grace of God, you will be healed.

Μα τω Θεώ!

interjection (informal (really, truthfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πραγματικός, αληθινός

adjective (informal (real, true)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελπίζω στο Θεό

verbal expression (hope sincerely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tim hoped to God the Wifi was working in the hostel.

οίκος

noun (church, mosque, synagogue) (επίσημο, μτφ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Speak quietly when you enter God's house.

Αμνός

noun (Jesus Christ) (ο Αμνός του Θεού)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)
Jesus is often referred to as the Lamb in the Bible.
Ο Ιησούς συχνά αναφέρεται ως ο Αμνός στη Βίβλο.

ιερωμένος, κληρικός

noun (priest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο Θεός μαζί σου

expression (religious: blessing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου

interjection (expressing shock or surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh my God! Get that child out of that mud puddle this instant!

θεότητα της σκανδιναβικής μυθολογίας

noun (deity in Scandinavian mythology)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!

interjection (expressing horror or dismay)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!

interjection (expressing horror or astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

παριστάνω τον Θεό

verbal expression (figurative (make life-and-death decisions) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ivan opposes euthanasia because he believes that nobody has the right to play God.

Δόξα τω θεό!

interjection (religious exclamation) (θρησκεία)

Nobody was hurt in the accident – praise God!

δοξάζω τον Κύριο

verbal expression (worship)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We would like to invite you to praise God with music by joining us in our opening hymn.

Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός

noun (Christianity: Jesus Christ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Son of God died for our sins.

ο θεός του ήλιου

noun (god associated with sun)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο θεός ήλιος

noun (sun portrayed as a god)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δόξα τω Θεώ

interjection (religious expression of gratitude)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Thank God you're all right!

δόξα τω Θεώ

interjection (slang, figurative (expressing relief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
That stupid show went off the air, thank God. Thank God you're coming with me – I'd hate to go alone.
Εκείνη η χαζή εκπομπή κόπηκε, δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ θα έρθεις μαζί μου - δε θα ήθελα να πάω μόνος μου.

δόξα τω Θεώ

interjection (religious expression of gratitude)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Thanks be to God, when I lost control of my car there were no other vehicles nearby.

έχω πίστη στο Θεό

verbal expression (rely on supreme being)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του god στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του god

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.