Τι σημαίνει το organisation στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης organisation στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του organisation στο Αγγλικά.

Η λέξη organisation στο Αγγλικά σημαίνει οργάνωση, διοργάνωση, οργάνωση, οργάνωση, οργάνωση, δομή, δομή, οργάνωση ατόμων με αναπηρία, βιτρίνα, τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, μη κυβερνητική οργάνωση, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, διάγραμμα ιεραρχίας, ανάπτυξη οργάνωσης, ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, δομή της οργάνωσης, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αυτορρυθμιζόμενος οργανισμός, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Π.Ο.Υ., Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ΠΟΕ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης organisation

οργάνωση

noun (company, group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our organisation promotes women's rights.
Η οργάνωσή μας προωθεί τα δικαιώματα των γυναικών.

διοργάνωση

noun (planning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sophie is in charge of the organization of a committee to look into developing new business areas.
Η Σόφι είναι υπεύθυνη για την οργάνωση μιας επιτροπής που θα εξετάσει την ανάπτυξη νέων τομέων επιχειρηματικότητας.

οργάνωση

noun (coordinating people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Organization of this group of tourists was a hard job for the tour guide.
Η οργάνωση αυτού του γκρουπ τουριστών ήταν σκληρή δουλειά για τον ξεναγό.

οργάνωση

noun (arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alison is supervising the organization of the tables and chairs for the dinner. Jim dedicated the afternoon to the organization of his CD collection.
Η Άλισον επιβλέπει την οργάνωση των τραπεζιών και των καρεκλών για το δείπνο. Ο Τζιμ αφιέρωσε το απόγευμα στην οργάνωση της συλλογής με τα CD του.

οργάνωση, δομή

noun (company hierarchy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This chart shows the company's organisation, from the CEO down to the office junior.
Αυτό το διάγραμμα δείχνει την οργάνωση της εταιρείας από τον CEO μέχρι τον κατώτατο υπάλληλο γραφείου.

δομή

noun (structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The organisation of the digestive system allows food to be broken down efficiently.
Η δομή του πεπτικού συστήματος επιτρέπει την αποτελεσματική διάσπαση της τροφής.

οργάνωση ατόμων με αναπηρία

noun (association: disabled rights)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Disability organizations are calling for better access to public services.

βιτρίνα

noun (business: cover-up) (μεταφορικά: συγκάλυψη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης

noun (local political group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διεθνής Οργάνωση Εργασίας

noun (initialism (International Labour Organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διεθνής Οργανισμός Εργασίας

noun (UN work agency)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The International Labour Organization, or ILO, seeks the promotion of social justice and internationally recognized human and labour rights.
Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας ή ΔΟΕ ασχολείται με την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναγνώρισε παγκοσμίως τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα.

μη κυβερνητική οργάνωση

noun (activism: independent group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They are a non-governmental organization who are attempting to change the way America views the world.

μη κερδοσκοπικός οργανισμός

noun (law: no profit motive)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διάγραμμα ιεραρχίας

noun (diagram of hierarchy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάπτυξη οργάνωσης

noun (improvement of an organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης

noun (act of improving an organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού

noun (name of a company, group)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δομή της οργάνωσης

noun (company hierarchy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης

noun (initialism (Palestine Liberation Organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτορρυθμιζόμενος οργανισμός

noun (UK (regulator of investment markets)

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών

noun (international peace-keeping organization)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The United Nations was founded in 1945.

Π.Ο.Υ.

noun (initialism (World Health Organization) (αρκτικόλεξο)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The WHO recommends that you eat vegetables.
Ο Π.Ο.Υ. συνιστά να τρώμε λαχανικά.

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας

noun (UN agency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ΠΟΕ

noun (initialism (World Trade Organization) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Trade Ministers from the 149 member states of the WTO met in Hong Kong.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του organisation στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του organisation

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.