Τι σημαίνει το arm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arm στο Αγγλικά.

Η λέξη arm στο Αγγλικά σημαίνει χέρι, τμήμα, όπλο, μπράτσο, μανίκι, οπλίζω, λεβιές, σώμα, χέρι, οπλίζω, οπλίζω, ο κούκος αηδόνι, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, μπρα ντε φερ, εξαναγκασμός, με κάποια απόσταση, πολύ μακρύς, σε απόσταση ασφαλείας, δρασκελιά, μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας, κοστίζω μια περιουσία, μοχλοβραχίονας, το μακρύ χέρι του νόμου, ζύγωθρο, ένεση, ένεση ζωντάνιας, τονωτική ένεση, όπλο, περίστροφο, πιστόλι, απόκρουση με τεντωμένο χέρι, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, με τη βία, τακτική εκφοβισμού, πρακτική εκφοβισμού, βραχίονας, αναγκάζω, μπράτσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arm

χέρι

noun (upper limb) (άνω άκρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He hurt his arm playing tennis.
Χτύπησε το χέρι του παίζοντας τένις.

τμήμα

noun (figurative (branch of an organisation) (κλάδος οργάνωσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The educational arm of the company produced record profits.
Το εκπαιδευτικό τμήμα της εταιρίας παρουσίασε ρεκόρ κερδών.

όπλο

noun (usually plural (weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leave all your arms outside the castle.
Αφήστε όλα τα όπλα σας έξω από το κάστρο.

μπράτσο

noun (chair part: arm rest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The arms on this chair are really comfortable.
Τα μπράτσα αυτής της καρέκλας είναι πραγματικά άνετα.

μανίκι

noun (garment: sleeve)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The arm of the shirt was too long.
Το μανίκι του πουκαμίσου ήταν πολύ μακρύ.

οπλίζω

transitive verb (equip with weapons) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school's board of trustees has approved a plan to arm police officers on campus.

λεβιές

noun (machine: arm like lever)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He pulled the arm of the slot machine.

σώμα

noun (figurative (military: branch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rangers are an elite arm of the military.

χέρι

noun (figurative (power) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The long arm of the law will eventually reach even the mightiest gangster.

οπλίζω

transitive verb (prepare for war)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We aren't sure who is arming the rebel group.

οπλίζω

transitive verb (equip with weapons) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The suspect was armed with several firearms.

ο κούκος αηδόνι

noun (slang, figurative (high price, high cost) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, the price is too high - he wants an arm and a leg for that old car.
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

adjective (with arms linked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lovers were arm in arm as they walked along the beach.
Οι εραστές κρατιόντουσαν χέρι-χέρι καθώς περπατούσαν στην παραλία.

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

adverb (with arms linked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They walked arm-in-arm down the street.
Περπάτησαν στον δρόμο χέρι-χέρι.

μπρα ντε φερ

noun (contest of strength)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξαναγκασμός

noun (figurative (forceful persuasion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με κάποια απόσταση

noun as adjective (figurative (not intimate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ μακρύς

expression (figurative, informal (very long)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε απόσταση ασφαλείας

adverb (figurative (at safe distance) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has lied to me before, so I keep him at arm's length now.

δρασκελιά

adverb (literal (at end of your arm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wild deer stood at arm's length from us.
Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς.

μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας

noun (armrest of a seat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοστίζω μια περιουσία

verbal expression (slang, figurative (be expensive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοχλοβραχίονας

noun (physics: distance between force and fulcrum)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το μακρύ χέρι του νόμου

noun (figurative (police powers) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you break the law, the police will catch you - you can't outrun the long arm of the law.

ζύγωθρο

noun (mechanical part that pivots) (εξάρτημα μηχανών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένεση

noun (informal, literal (injection) (καθομιλουμένη, κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor decided to give him a shot in the arm.

ένεση ζωντάνιας, τονωτική ένεση

noun (informal, figurative (boost, [sth] revitalizing) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The additional money was a real shot in the arm for us.

όπλο, περίστροφο, πιστόλι

noun (weapon, gun) (πυροβόλο όπλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The game warden was required to carry a sidearm when he was on duty.
Ο φύλακας ήταν υποχρεωμένος να φέρει όπλο εν ώρα υπηρεσίας.

απόκρουση με τεντωμένο χέρι

noun (sports: fending-off move) (αθλητισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποκρούω με τεντωμένο χέρι

transitive verb (sport: fend off with stiff arm) (αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τη βία

transitive verb (show aggression)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτική εκφοβισμού, πρακτική εκφοβισμού

plural noun (figurative (threats, violence)

He used strong-arm tactics to undermine his rival's confidence.

βραχίονας

noun (needle arm of a record player) (σε πικάπ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναγκάζω

verbal expression (figurative (force to do [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπράτσο

noun (arm from shoulder to elbow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του arm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.