Τι σημαίνει το pale στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pale στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pale στο Αγγλικά.

Η λέξη pale στο Αγγλικά σημαίνει απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, χλωμός, ωχρός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός, ισχνός, αδύναμος, φτωχός, ισχνός, αδύναμος, περιφραγμένος χώρος, πάσσαλος, όρια, χλωμιάζω, απαράδεκτος, ξεπερνώ τα όρια, αφίδα, pale ale, ανοιχτό μπλε, ανοιχτός μπλε, ωχριώ, χλωμό δέρμα, χλομός, χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω, ωχρός, χλωμός, πολύ ανοιχτόχρωμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pale

απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος

adjective (light in colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room is painted in pale shades. A pale moon hangs low in the sky.
Το δωμάτιο είναι βαμμένο σε παλ αποχρώσεις.

χλωμός, ωχρός

adjective (complexion: pallid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harriet had lost a lot of blood and was very pale.
Η Χάριετ είχε χάσει πολύ αίμα και ήταν πολύ χλωμή.

ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός

adjective (skin: light or white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alfie has very pale skin and has to be careful not to get sunburn.
Ο Άλφι έχει πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα και πρέπει να προσέχει να μην καεί από τον ήλιο.

ισχνός, αδύναμος, φτωχός

adjective (figurative (inferior) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mick's attempt at writing poetry was a pale effort.

ισχνός, αδύναμος

adjective (weak, faint)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A dim bulb cast a pale light over the room.

περιφραγμένος χώρος

noun (enclosed area)

πάσσαλος

noun (fence post)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A fence made of pales stretched around the field.

όρια

noun (limit, bounds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Unfortunately, this case is outside the pale of my jurisdiction.

χλωμιάζω

intransitive verb (become pale, go white)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alan paled when he heard the bad news.

απαράδεκτος

adjective (figurative (unacceptable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεπερνώ τα όρια

verbal expression (figurative (be or do [sth] unacceptable)

αφίδα

noun (plant pest) (παρασιτικό έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

pale ale

noun (light-colored beer) (μπύρα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανοιχτό μπλε

noun (light blue)

ανοιχτός μπλε

adjective (light blue)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ωχριώ

verbal expression (figurative (seem inferior to [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anna's husband is out of work and two of her sons are in jail; when I think about her life, my problems pale in comparison.

χλωμό δέρμα

noun (white complexion)

In Victorian times, it was fashionable to have pale skin.

χλομός

adjective (frightened, shocked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω

intransitive verb (go white: from shock, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bad news from home made her turn pale.

ωχρός, χλωμός

adjective (complexion: white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Due to his very pale complexion he had to protect himself from the sun.

πολύ ανοιχτόχρωμος

adjective (faded, light)

They painted their shutters a very pale shade of green that looked almost yellow.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pale στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pale

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.