Τι σημαίνει το fair στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fair στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fair στο Αγγλικά.

Η λέξη fair στο Αγγλικά σημαίνει δίκαιος, ανοιχτόχρωμος, λούνα παρκ, ξανθός, καλός, ούριος, αρκετά καλός, καθαρός, ωραίος, όμορφος, δίκαια, έκθεση, στο πι και φι, παζάρι βιβλίου, ημέρα καριέρας, υπαίθρια γιορτή, ετήσιο πανηγύρι, έκθεση χειροποίητων ειδών, δίκαια, όμορφη κοπέλα, εντάξει, πάσο, στόχος, ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά, πραγματική εμπορική αξία, τίμιο παιχνίδι, λογική τιμή, το ασθενές φύλο, δίκαιη μεταχείριση, δίκαιο μερίδιο, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, δίκαιο εμπόριο, δίκαιη ανταλλαγή, δίκαιο εμπόριο, αντικειμενική αξία, ξανθός, αγαπημένος, αμεροληψία, εύλογου μεγέθους, ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός, που ενδείκνυται για καλοκαιρία, που είναι μόνο για τα εύκολα, φίλος στα εύκολα, δίκαια, Είναι αρκετή απόσταση, έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, παίζω δίκαια, δεν κλέβω, επιστημονική έκθεση, εμπορική έκθεση, διεθνής έκθεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fair

δίκαιος

adjective (just)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their boss made a fair decision that they could both respect.
Το αφεντικό τους πήρε μια δίκαιη απόφαση που και οι δύο σεβάστηκαν.

ανοιχτόχρωμος

adjective (pale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Scottish girl had beautifully fair skin.
Η Σκοτσέζα είχε ωραίο ανοιχτόχρωμο δέρμα.

λούνα παρκ

noun (funfair)

Can we go to the fair and ride on the merry-go-round?
Μπορούμε να πάμε στο λούνα παρκ και να ανεβούμε στο καρουζέλ;

ξανθός

adjective (blond)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her fair hair and light skin made it obvious that she was from Northern Europe.
Τα ξανθά της μαλλιά και το ανοιχτό της δέρμα φανέρωναν καθαρά ότι ήταν από τη Βόρεια Ευρώπη.

καλός

adjective (weather) (καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Today is going to be a fair spring day: warm with few clouds.
Σήμερα θα είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, ζεστή με λίγα σύννεφα.

ούριος

adjective (wind: favorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The fair wind helped the boat sail to its destination quickly.
Ο πρίμος (or: πρύμος) άνεμος βοήθησε τη βάρκα να φτάσει στον προορισμό της γρήγορα.

αρκετά καλός

adjective (just sufficient)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I think that I pay my employees a fair wage.

καθαρός

adjective (clean)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have written a draft essay, and now I need to write a fair copy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κατά λάθος πέταξα την καθορογραμμένη εργασία μου στα σκουπίδια!

ωραίος, όμορφος

adjective (attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The knight thought his lady was very fair.
Ο ιππότης νόμιζε ότι η δεσποσύνη του ήταν πολύ ωραία (or: όμορφη).

δίκαια

adverb (justly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't like playing football with them. They do not play fair.
Δε μου αρέσει να παίζω φούτμπολ μαζί τους. Δεν παίζουν δίκαια.

έκθεση

noun (sales exhibition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Did you go to the book fair at the convention centre last year?
Πήγες στην έκθεση βιβλίου στο συνεδριακό κέντρο πέρσι;

στο πι και φι

adverb (figurative (rapidly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παζάρι βιβλίου

noun (fair for selling books)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a large book fair in the main square of La Habana.

ημέρα καριέρας

noun (recruitment event)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπαίθρια γιορτή

noun (outdoor event, festival)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every year the village holds a country fair with market stalls and games.
Κάθε χρόνο το χωριό οργανώνει μια υπαίθρια γιορτή με εμπορικούς πάγκους και παιχνίδια.

ετήσιο πανηγύρι

noun (annual locality festival) (μιας κομητείας)

έκθεση χειροποίητων ειδών

noun (handicraft market)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δίκαια

adverb (win: without cheating)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My nine-year-old daughter played a great game of chess; she beat me fair and square.

όμορφη κοπέλα

noun (archaic (beautiful young woman)

Hark, I hear the cry of a fair damsel in distress.

εντάξει, πάσο

interjection (informal (that is reasonable)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
If that's really what you want, fair enough.
Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο).

στόχος

noun (figurative (justified as a target) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The comedian saw everything and everyone as fair game for his jokes.

ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά

noun (blond or light-coloured hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
People with fair hair are most susceptible to sunburn. Louise has fair hair and a pale complexion.
Τα άτομα που έχουν ανοιχτόχρωμα μαλλιά είναι πιθανότερο να υποστούν εγκαύματα από τον ήλιο. Η Λουίζ έχει ξανθά μαλλιά και χλωμή επιδερμίδα.

πραγματική εμπορική αξία

noun (business: price)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
If you're selling your home, you will probably want to receive the fair market value for it.

τίμιο παιχνίδι

noun (sportsmanship, fairness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The concept of fair play is very important in the Olympics. Technically I win by default, but in the spirit of fair play I'll reschedule the match.

λογική τιμή

noun (reasonable cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I paid £2,000 for my car - it seemed like a fair price at the time.

το ασθενές φύλο

noun (dated, offensive (women, girls)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a myth that the fair sex aren't as cool-headed as men.

δίκαιη μεταχείριση

noun (US, informal (equal opportunity, just treatment)

δίκαιο μερίδιο

noun (equitable amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They are not receiving a fair share of the profits.

ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα

noun (pale complexion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had to wear sun cream as her fair skin burnt easily. Fair skin is prone to freckles and sunburn.
Έπρεπε να βάζει αντηλιακό, επειδή η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της καιγόταν εύκολα. Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα είναι επιρρεπής σε φακίδες και ηλιακά εγκαύματα.

δίκαιο εμπόριο

noun (legal or ethical commerce)

Fair trade combines good prices for farmers with strict environmental standards.
Το δίκαιο εμπόριο συνδυάζει καλές τιμές για τους αγρότες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές.

δίκαιη ανταλλαγή

noun (informal (satisfactory exchange)

20 Canadian dollars for 20 US dollars is not a fair trade.
20 δολάρια Καναδά για 20 αμερικάνικα δολάρια δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή.

δίκαιο εμπόριο

noun as adjective (ethical) (οικονομία, οικολογία)

James buys fair trade products whenever he can.
Ο Τζέιμς, όποτε μπορεί, αγοράζει προϊόντα δίκαιου εμπορίου.

αντικειμενική αξία

noun (free market worth)

ξανθός

adjective (blond, blonde)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was fair-haired and freckled.

αγαπημένος

adjective (figurative (person: favored)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was the boss's fair-haired boy until he was caught embezzling funds.

αμεροληψία

noun (being reasonable, unbiased)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εύλογου μεγέθους

adjective (of reasonably large size)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός

adjective (light complexion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't enjoy going to the beach because I'm fair-skinned and sunburn easily.

που ενδείκνυται για καλοκαιρία

noun as adjective (for use in good weather) (ως προς τη χρήση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που είναι μόνο για τα εύκολα

noun as adjective (figurative (unreliable in difficulty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φίλος στα εύκολα

noun (when situation is unproblematic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίκαια

adverb (justly, in a just way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The judge decided upon the punishment in a fair manner.

Είναι αρκετή απόσταση

expression (informal (It's quite a long way.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας

noun (recruitment event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You don't have to be unemployed to attend a job fair.

παίζω δίκαια

intransitive verb (games: be sporting)

It's the referee's job to ensure that both teams play fair.

δεν κλέβω

intransitive verb (figurative (behave by the rules) (μεταφορικά: σε παιχνίδι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hey, play fair! Take that ace out of your sleeve right now!

επιστημονική έκθεση

noun (scientific exhibition)

The science fair is open to students in grades 5 through 12.

εμπορική έκθεση

noun (exhibition by a particular industry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διεθνής έκθεση

noun (international event)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fair στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fair

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.