Τι σημαίνει το palm στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης palm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του palm στο Αγγλικά.
Η λέξη palm στο Αγγλικά σημαίνει παλάμη, φοίνικας, φοινικόφυλλο, παλάμη, πιάνω, κρύβω κτ στην παλάμη του χεριού, σουφρώνω, φορτώνω κτ σε κπ, κοκοφοίνικας, χουρμαδιά, δασύλλιο με φοίνικες, φοινικοπυρήνας, φοινικοπυρηνέλαιο, φύλλο φοίνικα, φύλλα φοίνικα, φύλλα φοινικιάς, φοινικέλαιο, χειρομάντης, Κυριακή των Βαΐων, φοίνικας, ρατάν, ραττάν, rattan, ροτέν, σαπωνοποιημένο πυρηνέλαιο από φοινικόδεντρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης palm
παλάμηnoun (front of the hand) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hold out your hands, palm up. Σήκωσε τα χέρια σου, με τις παλάμες προς τα πάνω. |
φοίνικαςnoun (palm tree) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The road was lined with palms. Ο δρόμος είχε φοίνικες. |
φοινικόφυλλοnoun (leaf of tree) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lots of people were fanning themselves with palms. Πολλοί άνθρωποι έκαναν αέρα με φοινικόφυλλα. |
παλάμηnoun (of a glove) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The palm of the glove fitted snugly against the palm of Harriet's hand. |
πιάνωtransitive verb (touch: basketball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The player palmed the ball with one hand. |
κρύβω κτ στην παλάμη του χεριούtransitive verb (conceal in the hand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The magician palmed my watch, making it seem like it had disappeared. |
σουφρώνωtransitive verb (slang (steal) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thief palmed several items while the shopkeeper was busy with a customer. |
φορτώνω κτ σε κπphrasal verb, transitive, separable (informal (get rid of [sth] by giving it to [sb]) (καθομιλουμένη) The car was such a junker that she couldn't palm it off on anybody. |
κοκοφοίνικας(botany) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χουρμαδιάnoun (botany) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δασύλλιο με φοίνικεςnoun (small forest of palm trees) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A tall, thin man walked out of the palm grove with a coconut in his hands. |
φοινικοπυρήναςnoun (seed of oil palm fruit) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φοινικοπυρηνέλαιοnoun (edible plant oil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο φοίνικαnoun (leaf of a palm tree) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The gardeners neglected to pick up the cut palm leaves before they left. |
φύλλα φοίνικα, φύλλα φοινικιάςplural noun (fronds of tropical tree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The cabin's roof was thatched with palm leaves. |
φοινικέλαιοnoun (oil extracted from palm nuts) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Palm oil is used in hundreds of food products. |
χειρομάντηςnoun (fortune teller who interprets hand lines) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I was shocked when the palm reader looked at my hands and shouted, "You will die tomorrow!". |
Κυριακή των Βαΐωνnoun (Sunday before Easter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Palm Sunday is a Christian celebration that falls on the Sunday preceding Easter. |
φοίνικαςnoun (tropical tree with fronds) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Wayne's postcard from Florida showed palm trees and a sunset. |
ρατάν, ραττάν, rattan, ροτένnoun (plant: variety of palm) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σαπωνοποιημένο πυρηνέλαιο από φοινικόδεντροnoun (palm oil processed to make soap) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του palm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του palm
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.