Τι σημαίνει το heel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης heel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heel στο Αγγλικά.

Η λέξη heel στο Αγγλικά σημαίνει φτέρνα, τακούνι, βάση του αντίχειρα, Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!, μένω δίπλα, τακούνια, γωνία, γωνία, καταπίεση, γέρνω, βάζω τακούνι σε κτ, γέρνω, Αχίλλειος πτέρνα, θέτω κπ/κτ υπό έλεγχο, φθαρμένος, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα, τσαγκαράδικο, οστό της πτέρνας, πάτος για τη φτέρνα, ψηλοτάκουνος, βάδην. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης heel

φτέρνα

noun (foot: rear part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James had huge calluses on his heels.
Ο Τζέιμς είχε μεγάλους κάλους στις φτέρνες του.

τακούνι

noun (shoe: rear sole)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harry scraped his name into the dirt with his heel while his mother talked to her friend.
Ο Χάρι έγραψε το όνομά του στο χώμα με το τακούνι του όσο η μητέρα του μιλούσε με τη φίλη της.

βάση του αντίχειρα

noun (palm: base of thumb)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary dug the heel of his hand into the dough.
Ο Γκάρι έχωσε τη βάση του αντίχειρα του στη ζύμη.

Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί!

interjection (dog command: follow!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Laura called to her dog, "Spot, heel!".
Η Λάουρα φώναξε στον σκύλο της, «Σποτ δίπλα».

μένω δίπλα

intransitive verb (dog command: follow) (σε κπ)

She commanded her dog to heel.
Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της.

τακούνια

plural noun (informal (shoes: high-heeled)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jen liked to wear heels because people seemed to respect her more when she was taller.
Στην Τζεν άρεσε να φοράει τακούνια επειδή ο κόσμος έδειχνε να τη σέβεται περισσότερο όταν ήταν ψηλότερη.

γωνία

noun (bread: crusty end of loaf)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My favourite part of the loaf is the heel.
Το αγαπημένο μου μέρος της φραντζόλας είναι η γωνία.

γωνία

noun (end of bread loaf)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ken always ate the heel of the bread because he liked chewing up the tough crust.
Ο Κεν πάντα έτρωγε τη γωνία του ψωμιού επειδή του άρεσε να μασάει τη σκληρή κόρα.

καταπίεση

noun (figurative (oppression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The people suffered under the heel of the dictator.

γέρνω

intransitive verb (ship: tilt) (για καράβι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship heeled steeply to the port side.

βάζω τακούνι σε κτ

transitive verb (put heels onto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shoemaker heeled the shoes.

γέρνω

transitive verb (ship: cause to tilt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Heavy winds heeled the sailing boat.

Αχίλλειος πτέρνα

noun (figurative (weak spot) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His Achilles' heel is his love of rich food.

θέτω κπ/κτ υπό έλεγχο

verbal expression (figurative (subjugate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φθαρμένος

adjective (figurative (shabby and worn)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ντυμένος με φθαρμένα ρούχα

adjective (figurative (person: dressed shabbily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσαγκαράδικο

noun (shop that repairs shoes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I took my boots to a heel bar to have the worn soles replaced.

οστό της πτέρνας

noun (bone: rear of foot) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάτος για τη φτέρνα

noun (padded shoe insert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you want to dance in high heels, you should buy some heel cushions.

ψηλοτάκουνος

noun as adjective (informal (shoes: having raised heels)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βάδην

noun (sport) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του heel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.