Τι σημαίνει το panned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης panned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του panned στο Αγγλικά.

Η λέξη panned στο Αγγλικά σημαίνει τηγάνι, παν-, πιάτο, λεκάνη, μάπα, μούρη, ταψί, ταψί, θήκη για καλλυντικά, κοσκινίζω, κάνω pan, δέχομαι σκληρή κριτική, πάω καλά, κάνω παν, κάνω pan, ταψί, φόρμα, λεκάνη συλλογής, δοχείο εξάτμισης, πρόσκαιρος εντυπωσιασμός, έδρα δαπέδου, τηγάνι, τηγάνι, πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου, φόρμα, φόρμα, ελαιολεκάνη, από το κακό στο χειρότερο, πλάστιγγες ζυγαριάς, ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι, πανευρωπαϊκός, τηγανιτός, τηγανίζω κτ με λίγο λάδι, που έχει υποστεί θωράκισμα, σύριγγα, Πίτερ Παν, Πίτερ Παν, ταψί, αλυκή, αλατούχος λεκάνη, κατσαρολάκι, τηγάνι για σοτάρισμα, τηγάνι, κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης panned

τηγάνι

noun (saucepan, frying pan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bacon is sizzling in the pan.

παν-

prefix (all, every)

We ate dinner at a pan-Asian restaurant.

πιάτο

noun (sifting dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The miners used pans to look for gold in the riverbed.

λεκάνη

noun (depression) (γεωγραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A low-lying area of land is sometimes referred to as a pan.

μάπα, μούρη

noun (slang (face) (αργκό: άκομψο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a smack in the pan, right on his nose.

ταψί

noun (US (pan for roasting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward heated some oil in the pan, before adding the potatoes.

ταψί

noun (US (container for baking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We baked the cake in a square pan.

θήκη για καλλυντικά

noun (makeup container)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is only a small amount of eye shadow left in the pan.

κοσκινίζω

intransitive verb (wash gravel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man had been panning all day, without finding any gold at all.

κάνω pan

intransitive verb (move a camera)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The camera panned over the audience.

δέχομαι σκληρή κριτική

transitive verb (informal (criticize) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A poor quality performance will be panned by the critics.
Αν η παράσταση είναι άσχημη θα τη θάψουν οι κριτικοί.

πάω καλά

phrasal verb, intransitive (informal (end up, result)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had hoped to move to Paris if everything went well but my investments didn't pan out.
Ήλπιζα να μετακομίσω στο Παρίσι εάν όλα πήγαιναν καλά, αλλά οι επενδύσεις μου δεν απέδωσαν.

κάνω παν, κάνω pan

phrasal verb, intransitive (movie camera: move backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The camera slowly pans out and the figure of the old man becomes smaller and smaller.
Η κάμερα κάνει σιγά παν και η μορφή του ηλικιωμένου άντρα γίνεται όλο και μικρότερη.

ταψί

noun (for bread, cake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new trend in baking is to use a silicone baking pan.

φόρμα

noun (tin for baking a cake)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Line the bottom of the cake pan with parchment paper.

λεκάνη συλλογής

noun (for collecting liquid waste) (για σταγόνες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δοχείο εξάτμισης

noun (for measuring evaporation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer uses the evaporation pan to calculate how much water his crops will need.

πρόσκαιρος εντυπωσιασμός

noun (idiom ([sth] promising which then disappoints) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After four weeks of rain we had a sunny morning yesterday, but it turned out to be just a flash in the pan.

έδρα δαπέδου

(cars)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηγάνι

noun (shallow pan for frying)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She served the potatoes right out of the skillet.
Σέρβιρε τις πατάτες κατευθείαν από το τηγάνι.

τηγάνι

noun (US, Aus (skillet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου

verbal expression (UK, slang, figurative (fail or go wrong) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All our holiday plans have gone down the pan.

φόρμα

noun (metal container for baking bread)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Put the dough into a loaf pan and bake for one hour.

φόρμα

noun (pan for baking muffins)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελαιολεκάνη

noun (US (mechanics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από το κακό στο χειρότερο

expression (figurative (from one danger to another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
By changing jobs, Jeremy risked jumping out of the frying pan, into the fire.

πλάστιγγες ζυγαριάς

noun (set of weighing scales)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students are using a pan balance to weigh different objects.

ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι

verbal expression (extract gold from gravel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He panned for gold near San Francisco.

πανευρωπαϊκός

adjective (across all of Europe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Commission has launched a pan-European initiative.

τηγανιτός

adjective (cooked in a frying pan) (σε λίγο λάδι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τηγανίζω κτ με λίγο λάδι

transitive verb (cook in a frying pan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει υποστεί θωράκισμα

adjective (fried briefly in a very hot pan) (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The chef was preparing pan-seared salmon.

σύριγγα

noun (often plural (music: wind instrument) (αρχαίο μουσικό όργανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Πίτερ Παν

noun (fictional boy who never grew up)

Peter Pan was the principal character in J.M.Barrie's famous novel of the same name.
Ο Πίτερ Παν ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας στο διάσημο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζ. Μ. Μπάρι.

Πίτερ Παν

noun (figurative (eternally youthful man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Michael Jackson was considered by many to be a Peter Pan.
Ο Μάικλ Τζάκσον θεωρείται από πολλούς ότι ήταν ένας Πίτερ Παν.

ταψί

noun (large metal dish for oven cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is best to use a roasting pan when cooking your meat and vegetables in the oven.

αλυκή

(salt-containing depression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλατούχος λεκάνη

noun (geography: basin with salt deposits)

κατσαρολάκι

noun (cooking pot with handle) (με χερούλι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Warm the mixture in a saucepan for a few minutes.
Ζέστανε το μείγμα σε ένα κατσαρολάκι για μερικά λεπτά.

τηγάνι για σοτάρισμα

noun (pan for stir-frying)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηγάνι

noun (shallow frying pan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Place the chicken fillets in a sauté pan and dry-fry for 5 minutes on both sides.

κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες

noun (steel drum: percussion instrument)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Derrick plays steel pan for a band.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του panned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του panned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.