Τι σημαίνει το melhor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης melhor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του melhor στο πορτογαλικά.

Η λέξη melhor στο πορτογαλικά σημαίνει καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καταλληλότερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, εκλεκτός, άριστος, ο καλύτερος, καλύτερος, κορυφαίος, απίθανος, κορυφαίος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, μέγιστος, ύψιστος, καλύτερος, απόλυτος, καλύτερα, κορυφαίος, καλύτερος, καλύτερος, ονειρεμένος, καλύτερα, εντάξει, καλά, αποκορύφωμα, πιο, ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος, ξαφρίζω, γδύνω, αναπτύσσω, αναλύω, ο καλύτερός μου εαυτός, καλύτερο από το τίποτα, περδίκι, καλύτερος, ουσιαστικός, ουσιώδης, βασικός, στοιχειώδης, απαραίτητος, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, πολύ καλύτερος, πιο προσεκτικά σχεδιασμένος, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, ακόμα καλύτερος, για τη βελτίωση των επιδόσεων, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, ο κορυφαίος παγκοσμίως, ο κορυφαίος στον κόσμο, όσο το δυνατό καλύτερα, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα καλύτερα, το καλύτερο απ' όλα, ή πιο συγκεκριμένα, όλα γίνονται για καλό, με τον καλύτερο τρόπο, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, καλύτερος από, ανώτερος από, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ας νικήσει ο καλύτερος, η καλύτερη κίνηση, η δεύτερη επιλογή, ουρανός, παράδεισος, βελτίωση,καλυτέρευση, καλός φίλος, καλύτερος φίλος, συμφέρον, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, το καλύτερο, άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα, το καλύτερο σημείο, το καλύτερο δυνατόν, ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια, αριστούχος, ο κορυφαίος στο είδος του, ο καλύτερος του κόσμου, ο σωστός τρόπος, κολλητή, έκφρ, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου, ελπίζω για το καλύτερο, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, κερδίζω, τα πάω καλύτερα, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, ξεγελώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης melhor

καλύτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele toca guitarra melhor do que o Jimi Hendrix.
Παίζει κιθάρα καλύτερα (or: πιο καλά) από τον Τζίμι Χέντριξ.

καλύτερα

advérbio (πιο επιθυμητά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Para servi-lo melhor, providenciamos café grátis na entrada.
Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο.

καλύτερος

adjetivo (ανώτερος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é melhor do que eu no tênis.
Είναι καλύτερος (or: πιο καλός) στο τένις από εμένα.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este ensaio está melhor do que o último que você escreveu.
Αυτή η έκθεση είναι καλύτερη από την προηγούμενη που έγραψες.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fazer isso agora é melhor do que esperar até de manhã.
Είναι καλύτερο να το κάνεις τώρα παρά να περιμένεις ως το πρωί.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uma marreta é melhor que um martelo para cravar estacas para barracas.

καλύτερα

adjetivo (υγεία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estás te sentindo melhor?
Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα;

καλύτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você lembra disso melhor do que eu.
Το θυμάσαι καλύτερα απ' ότι εγώ.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é melhor do que todos nós.

καλύτερος, καταλληλότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O candidato C é melhor do que o candidato F para esse emprego.

καλύτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele poderá explicar isso melhor do que eu.

καλύτερα

substantivo masculino

Já vi melhores.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esse é o melhor filme que eu já vi.
Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει.

εκλεκτός, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O açougueiro deu a Tom um corte de carne melhor. Este é um imóvel superior; é um bom investimento.
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

ο καλύτερος

adjetivo

Quem é o maior cantor de ópera de todos os tempos?
Ποια είναι η καλύτερη τραγουδίστρια όπερας όλων των εποχών;

καλύτερος, κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απίθανος, κορυφαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος

adjetivo (πιο κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é o melhor candidato ao emprego.
Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά.

καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não se preocupe, você está melhor sem ele. Ficará melhor ignorando-a.
Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις.

μέγιστος, ύψιστος

(o mais alto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος

adjetivo (πιο συμφέρων)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qual a melhor coisa que poderíamos fazer agora?
Ποιο είναι το καλύτερο (or: πιο καλό) πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα;

απόλυτος

adjetivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Olhe como aquele homem corre rápido! Ele realmente é o melhor atleta.
Κοίτα πόσο γρήγορα τρέχει αυτός ο άντρας! Είναι πράγματι ο απόλυτος αθλητής.

καλύτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De todos os cantores, ela canta melhor.
Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή.

κορυφαίος, καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul Robeson foi um dos melhores barítonos do século XX.
Ο Πωλ Ρόμπεσον ήταν ένας από τους καλύτερους βαθύφωνους του εικοστού αιώνα.

καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O melhor bolo é aquele com cereja no topo.

ονειρεμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλύτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É melhor deixar esse tópico intocado por enquanto.

εντάξει, καλά

adjetivo (saudável)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você estava doente ontem. Está melhor hoje?
Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;

αποκορύφωμα

(o momento mais importante) (η πιο σημαντική στιγμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O destaque da viagem foi a visita à Torre Eiffel.
Το αποκορύφωμα του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ.

πιο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela é o membro mais qualificado do time.
Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας.

ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο τύπος νομίζει πως είναι κάτι το ιδιαίτερο.

ξαφρίζω, γδύνω

(tirar o melhor de algo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπτύσσω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poderia elaborar sobre seu comentário anterior sobre desemprego?

ο καλύτερός μου εαυτός

(δίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mesmo minha filha não tendo ganhado o jogo, eu ainda estou orgulhoso dela, pois sei que ela deu tudo de si.
Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της.

καλύτερο από το τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περδίκι

expressão (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλύτερος

locução adjetiva (dando melhores benefícios à saúde)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ.

ουσιαστικός, ουσιώδης, βασικός, στοιχειώδης, απαραίτητος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ καλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο προσεκτικά σχεδιασμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

ακόμα καλύτερος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

για τη βελτίωση των επιδόσεων

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο κορυφαίος παγκοσμίως, ο κορυφαίος στον κόσμο

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

όσο το δυνατό καλύτερα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς

(tanto quanto puder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην καλύτερη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não ficará pronto até amanhã, no mínimo.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο.

ακόμα καλύτερα

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το καλύτερο απ' όλα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ή πιο συγκεκριμένα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλα γίνονται για καλό

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον καλύτερο τρόπο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο

expressão (quanto mais pessoas, mais engraçado será)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύτερος από, ανώτερος από

όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τώρα που το ξανασκέφτομαι

(mudança de ideia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ας νικήσει ο καλύτερος

expressão

η καλύτερη κίνηση

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η καλύτερη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσεις απευθείας με τους διοργανωτές και να ρωτήσεις αν υπάρχουν ακόμα εισιτήρια.

η δεύτερη επιλογή

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ουρανός, παράδεισος

substantivo feminino (céu)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βελτίωση,καλυτέρευση

expressão (melhorar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση).

καλός φίλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλύτερος φίλος

Meu cachorro é meu melhor amigo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πάντα τηλεφωνώ την κολλητή μου όταν έχω προβλήματα.

συμφέρον

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας

substantivo masculino (literal, competição canina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το καλύτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα

(melhor demonstração de algo)

το καλύτερο σημείο

(ponto mais favorável)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το καλύτερο δυνατόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο καλύτερος απ' όλους, ο καλύτερος όλων

(o maior de todos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια

(σχολείο)

αριστούχος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ο κορυφαίος στο είδος του, ο καλύτερος του κόσμου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο σωστός τρόπος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλητή

έκφρ

substantivo masculino (desempenho) (τα δυνατά μου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελπίζω για το καλύτερο

expressão (ser otimista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω το καλύτερο που μπορώ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω

expressão (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα πάω καλύτερα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me sinto muito melhor agora que perdi peso.
Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος.

ξεγελώ

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του melhor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του melhor

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.