Τι σημαίνει το parting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parting στο Αγγλικά.

Η λέξη parting στο Αγγλικά σημαίνει χωρισμός, αποχωρισμός, χωρίστρα, αποχαιρετιστήριος, κομμάτι, μέρος, τμήμα, μέρος, κομμάτι, ρόλος, ρόλος, τμήματα, μέρη, κομμάτια, σημεία, εν μέρει, κατά ένα μέρος, χωρίστρα, κομμάτι, κομμάτι, ικανότητα, μερίδιο, ρόλος, αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί, χωρίζομαι, χωρίζω, χωρίζομαι, χωρίζω, φεύγω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω, λέω κτ φεύγοντας, αποχαιρετισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parting

χωρισμός, αποχωρισμός

noun (separation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The couple's parting was sad news for their families.

χωρίστρα

noun (UK (line where hair is parted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποχαιρετιστήριος

adjective (leaving a company) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elizabeth gave her boss a parting gift when she left her job.

κομμάτι

noun (piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child assembled the parts of the model train.
Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου.

μέρος, τμήμα

noun (section)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The novel is divided into three parts.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη (or: τμήματα).

μέρος

noun (portion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mix one part cement to two parts water.

κομμάτι

noun (segment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How many parts should I slice this cake into?
Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ;

ρόλος

noun (theatre: role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm playing the part of Ophelia.
Παίζω τον ρόλο της Οφηλίας.

ρόλος

noun (cinema: role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She got a small part in his new film.
Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία.

τμήματα, μέρη, κομμάτια, σημεία

plural noun (areas of a country, region) (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's safer not to venture into certain parts of London.
Είναι πιο ασφαλές να μην πηγαίνεις σε ορισμένες περιοχές του Λονδίνου.

εν μέρει, κατά ένα μέρος

adverb (partly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sometimes I think my dog is part human.
Μερικές φορές νομίζω ότι ο σκύλος μου είναι εν μέρει άνθρωπος.

χωρίστρα

noun (US (hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Which side do you wear your part on?

κομμάτι

noun (music: written piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a copy of the soprano part?

κομμάτι

noun (music: voice, instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The violin part was more challenging than the others.

ικανότητα

noun (attribute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is a man of many parts.

μερίδιο

noun (share)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When do I get my part of the money?

ρόλος

noun (participation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That extremist group surely has a part in this plot.
Αυτή η εξτρεμιστική ομάδα έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο σε αυτή την σκευωρία.

αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί

noun (duty, contribution)

You must do your part in the cleaning too.
Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα.

χωρίζομαι, χωρίζω

intransitive verb (become divided)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Go left when the path parts.

χωρίζομαι, χωρίζω

intransitive verb (people: separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
And here is where we must part.
Και εδώ πρέπει να χωρίσουμε.

φεύγω

intransitive verb (person: leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She parted without saying a word.

χωρίζω

transitive verb (divide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A police officer parted the crowd.

μοιράζω

transitive verb (archaic (apportion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He parted the winnings among his friends.

χωρίζω

transitive verb (force apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The director parted the curtains and stepped onto the stage.

λέω κτ φεύγοντας

noun (final retort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The actress was furious and called the chat show host an idiot as a parting shot.
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

αποχαιρετισμός

plural noun ([sth] said on leaving [sb]'s company)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lorraine stormed out of the party without any parting words.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του parting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.