Τι σημαίνει το parvenu στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parvenu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parvenu στο Γαλλικά.

Η λέξη parvenu στο Γαλλικά σημαίνει πετυχαίνω, νεόπλουτος, νεόπλουτος, τυχάρπαστος, τυχάρπαστος, νεόπλουτος, νεόπλουτος, φτάνω, φτάνω, φτάνω ως, φτάνω μέχρι, επιτυγχάνω σε κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από, τυλίγω, φτάνω, καταλήγω, μη συμμόρφωση, συμφωνώ, αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση, συμφωνώ, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, φτάνω, καταλήγω σε συμφωνία, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, κανονίζω, πληρώ τις προϋποθέσεις, κάνω, πείθω, στέλνω με μήνυμα, στέλνω μέσω μηνύματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parvenu

πετυχαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la fin, notre équipe a réussi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε.

νεόπλουτος

nom masculin (péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεόπλουτος

nom masculin (péjoratif) (αρνητική χροιά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τυχάρπαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le gentleman parvenu organisait des fêtes somptueuses et y invitait tous les aristocrates locaux.

τυχάρπαστος

(péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le parvenu était sûr de battre les concurrents les plus expérimentés de la course.

νεόπλουτος

(péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεόπλουτος

(péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ben est un parvenu social qui ne parle qu'à des personnes influentes.

φτάνω

(avion, train)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le train a atteint sa destination à l'heure prévue.
Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του.

φτάνω

(un âge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sentait qu'il avait eu de la chance d'atteindre l'âge de quatre-vingt-dix ans.
Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα.

φτάνω ως, φτάνω μέχρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons juste assez d'essence pour atteindre la prochaine station-service.
Τα καύσιμα μας φτάνουν ίσα για να φτάσουμε ως το επόμενο βενζινάδικο.

επιτυγχάνω σε κτ

Alan a réussi à réparer la chaise.

καταφέρνω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La circulation était horrible aujourd'hui ! Mais j'ai réussi à arriver à l'heure au travail.
Είχε τρελή κίνηση σήμερα! Εκπλήσσομαι που κατάφερα να πάω στην ώρα μου στη δουλειά.

συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυλίγω

(agir sur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour ce genre d'ouvrage, il faut bien travailler le cuir.

φτάνω, καταλήγω

(σε συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux parties ont fini par conclure un accord.

μη συμμόρφωση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce fut une lutte longue et difficile, mais nous sommes finalement parvenus à un accord.
Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω

locution verbale (σε προορισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il se peut que tu doives changer de train et prendre un bus avant d'arriver à destination.
Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις.

καταλήγω σε συμφωνία

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω, καταλήγω

(conclusion, accord)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le mathématicien est parvenu à trouver une réponse.
Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cela faisait des années que je n'avais pas eu de nouvelles de mon frère et l'annonce de sa mort m'est parvenue par une lettre de son avocat.
Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του.

κανονίζω

(à un accord,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux parties parvinrent à un accord.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.

πληρώ τις προϋποθέσεις

locution verbale (για αξίωμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω

(un accord)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux parties ont signé un accord.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

πείθω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prêtre a réussi à déchaîner la congrégation.

στέλνω με μήνυμα, στέλνω μέσω μηνύματος

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je lui ai fait passer l'information.
Του έστειλα τις πληροφορίες με μήνυμα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parvenu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του parvenu

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.