Τι σημαίνει το peça στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης peça στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peça στο πορτογαλικά.
Η λέξη peça στο πορτογαλικά σημαίνει κομμάτι, τεμάχιο, κομμάτι, κομμάτι, πιόνι, έργο, έκθεμα, εξάρτημα, τμχ, τχμ., ρούχο, υπό επεξεργασία προϊόν, παράσταση, έργο, έργο, φάρσα, πλάκα, κομμάτι, κομμάτι, άξονας, ψηφίδα, έκαστος, πεκάν, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, πεκάν, εσώρουχο, ξυλουργική, πιόνι, εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν, μουσειακό κομμάτι, ένδυμα, μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ανταλλακτικό, σοκολατένιο επιδόρπιο, φρούτο, παράσταση, ανταλλακτικό, πιόνι, θεατρικό έργο που προορίζεται κυρίως για ανάγνωση, τελευταίος τροχός της αμάξης, πούλι, μάρκα, σχολική παράσταση, θεατρικό κομμάτι, θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας, στοματικό μόριο, θεατρικό έργο, υαλουργία, ξύλινο έπιπλο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδου, κάνω πλάκα σε κπ, προστατευτικό μύτης, δοκάρι, πιόνι, άσπρα, λευκά, όλα, μεμονωμένος, άσπρος, άσπρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης peça
κομμάτι, τεμάχιοsubstantivo feminino (item num conjunto) (μέρος ενός συνόλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Meu novo aparelho de jantar tem trinta e quatro peças. Το καινούργιο μου σερβίτσιο αποτελείται από τριάντα τέσσερα κομμάτια (or: τεμάχια). |
κομμάτιsubstantivo feminino (composição musical) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aquela peça de Bach foi muito boa. Το κομμάτι του Μπαχ ήταν πολύ ωραίο. |
κομμάτιsubstantivo feminino (parte de um quebra-cabeça) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este quebra-cabeça tem 1000 peças! Αυτό το παζλ έχει 1000 κομμάτια! |
πιόνιsubstantivo feminino (jogo de tabuleiro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Depois de jogar o dado, ela avançou cinco espaços com sua peça. Αφού έριξε τα ζάρια προχώρησε το πιόνι της κατά πέντε κουτάκια. |
έργοsubstantivo feminino (teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A mais recente peça de Ayckbourn é uma obra interessante. |
έκθεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Olha aquela escultura! Que beleza de peça. Κοίτα εκείνο το γλυπτό. Τι όμορφο έκθεμα! |
εξάρτημαsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A furadeira elétrica vem com um conjunto de vinte peças. Το ηλεκτρικό τρυπάνι έρχεται μαζί με ένα σετ από 20 εξαρτήματα. |
τμχ, τχμ.(συντομογραφία: τεμάχιο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ρούχοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπό επεξεργασία προϊόνsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράστασηsubstantivo feminino (performance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu gostaria de assistir a uma peça no meu aniversário. Θα ήθελα να δω μία παράσταση για τα γενέθλιά μου. |
έργοsubstantivo feminino (dramaturgia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele escreveu a peça com atores específicos em mente. Έγραψε το θεατρικό σκεπτόμενος συγκεκριμένους ηθοποιούς. |
έργοsubstantivo feminino (teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Senhoras e senhores, esperamos que gostem de nossa peça! Κυρίες και κύριοι, ελπίζουμε να απολαύσετε την παράστασή μας! |
φάρσα, πλάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As pegadinhas de Dawn estão começando a irritar seus colegas. Οι πλάκες της Ντων άρχισαν να ενοχλούν τους συναδέλφους της. |
κομμάτι(ολόκληρο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ela serviu um pedaço de carneiro grelhado com alho e alecrim. |
κομμάτιsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A criança montou as partes (or: peças) do trem em miniatura. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου. |
άξονας(ponto central) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψηφίδα(de mosaico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O mosaicista colocou os ladrilhos no lugar. Ο καλλιτέχνης που φτιάχνει μωσαϊκά έβαλε τις ψηφίδες στη θέση τους. |
έκαστος(por ou para cada) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
πεκάνsubstantivo feminino (είδος ξηρού καρπού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nozes-pecã têm um sabor doce e cremoso. Τα πεκάν έχουν γλυκειά και κρεμώδη γεύση. |
αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω(literal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πεκάνsubstantivo feminino (árvore) (δέντρο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εσώρουχο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξυλουργική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιόνιsubstantivo feminino (σκάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μουσειακό κομμάτι
|
ένδυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την τιμή. |
ανταλλακτικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σοκολατένιο επιδόρπιο
|
φρούτο(pessoa esquisita) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παράστασηsubstantivo feminino (peça, show de palco) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανταλλακτικό(peça extra de maquinário) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου; |
πιόνι(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεατρικό έργο που προορίζεται κυρίως για ανάγνωση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τελευταίος τροχός της αμάξης(pequena parte de sistema grande) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πούλι(contador ou pino usado em um jogo) (μικρός δίσκος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μάρκα(contador ou pino usado em um jogo) (αντί για χρήματα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχολική παράστασηsubstantivo feminino |
θεατρικό κομμάτι(peça de palco) |
θεατρική παράσταση μικρής διάρκειας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στοματικό μόριοsubstantivo feminino (de inseto) (έντομα) |
θεατρικό έργο
|
υαλουργία(τέχνη κατασκευής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξύλινο έπιπλο
|
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(construção) |
με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδουlocução adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hannah trouxe um bolo de amêndoas e de nozes-pecã para a festa de aniversário. Η Χάνα έφερε μια τούρτα με γεύση αμύγδαλο και πεκάν στο πάρτι γενεθλίων. |
κάνω πλάκα σε κπ(BRA) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susie pregou uma peça em seu irmão, trocando a pasta de dentes pelo creme de barbear. |
προστατευτικό μύτης(πανοπλία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοκάριexpressão (εγκάρσιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιόνι(jogo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άσπρα, λευκά(πιόνια) Você quer as peças brancas ou pretas na partida de xadrez? Θέλεις τα άσπρα ή τα μαύρα στο σκάκι; |
όλα(μεταφορικά: για σκορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O placar está trinta para cada no momento. Αυτή τη στιγμή, το σκορ είναι τριάντα όλα. |
μεμονωμένοςsubstantivo feminino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Temos muitos conjuntos e pares, mas nenhuma peça única. |
άσπρος, άσπρη(σκάκι) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peça στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του peça
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.