Τι σημαίνει το pedir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pedir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pedir στο πορτογαλικά.
Η λέξη pedir στο πορτογαλικά σημαίνει το να ζητήσω κτ, παραγγέλνω, κάνω οτοστόπ, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, παραγγέλνω, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, κάνω τράκα, ζητιανεύω, ζητιανεύω κτ από κπ, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, ζητιανεύω, στέλνω, ζητιανεύω, ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ, καλώ κπ να κάνει κτ, καλώ κπ να υποβάλει κτ, ζητάω, ζητώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, κάνω τράκα κτ από κπ, απευθύνομαι σε κπ, στρέφομαι σε κπ, υποβάλλω αίτηση, ζητάω, ζητώ, ζητώ, προσκαλώ, ζητάω, ζητώ, απευθύνομαι, αιτούμαι, κάνω έκκληση, δανείζομαι, παραιτούμαι, παραιτούμαι, αποσύρομαι, κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας, χωρίς ίχνος μετάνοιας, γονατιστός, ζητώ συγχώρεση, ικετεύω έλεος, συγγνώμη, ζητώ μια χάρη, παίρνω φαγητό σε πακέτο, ζητάω τον λογαριασμό, κερνάω μια μπύρα, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ, καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία, ζητώ συγνώμη, κάνω ωτοστόπ, ζητιανεύω, αρνούμαι, ζητώ συγχώρεση, δέχομαι συμβουλές, κάνω πρόταση γάμου, παραγγέλνω, ζητώ μια χάρη, ζητώ συγχώρεση από κπ, φωνάζω, ζητώ συγνώμη από κπ, αρνούμαι, ξαναζητώ, ζητώ τη συγχώρεση κάποιου, χρειάζομαι απελπισμένα, πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτ, ζητώ μια χάρη, κάνω οτοστόπ, ζητώ συγνώμη για κτ, δανείζομαι, αρνούμαι, ζητώ συγνώμη από κπ για κτ, δανείζομαι, ζητάω πληροφορίες, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, κάνω πρόταση γάμου, προσεύχομαι, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, κάνω call, κάνω οτοστόπ, ζητάω δανεικά, ζητώ κι άλλο, στρέφομαι σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pedir
το να ζητήσω κτ(βοήθεια, συνδρομή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραγγέλνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós deveríamos pedir outra garrafa de vinho. Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί. |
κάνω οτοστόπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kate pediu uma carona do Colorado para o Kansas. Η Κάρεν έκανε οτοστόπ από το Κολοράντο μέχρι το Κάνσας. |
ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A mulher sem-teto me pediu dinheiro. Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά. |
παραγγέλνω(pedir comida ou bebida) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você já pediu? Έχετε παραγγείλει ήδη; |
ζητάω, ζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O policial pediu minha carteira de motorista e o RG. Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας. |
ζητάω(βοήθεια: από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela pediu ajuda a ele. Ζήτησε τη βοήθειά του. |
ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Minha irmã me pediu para passar o sal. Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι. |
κάνω τράκαverbo transitivo (αργκό: συνήθως τσιγάρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu abaixei a janela do meu carro e o homem perguntou se podia me pedir uma carona. Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα. |
ζητιανεύω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era uma cidade pobre, e tinha gente pedindo dinheiro em quase qualquer esquina. Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία. |
ζητιανεύω κτ από κπ
O garoto pobre pedia comida e dinheiro para estranhos na rua. Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο. |
υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτverbo transitivo (legalmente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A empresa de Jeff faliu e ele foi obrigado a pedir falência. Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση. |
ζητιανεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu cachorro faz truques quando eu digo "rolar!" ou "pedir!" Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!» |
στέλνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós pedimos notícias de Londres. Στείλαμε κάποιον στο Λονδίνο για να μάθουμε τα νέα. |
ζητιανεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώ κπ να κάνει κτverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλώ κπ να υποβάλει κτverbo transitivo (pedir algo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O gerente pediu candidaturas para a nova posição. Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo (requerer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pedimos conselhos dos professores sábios. |
ικετεύω, εκλιπαρώ(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela implorou aos pais para comprarem o brinquedo. Ικέτευσε τους γονείς της να της αγοράσουν το παιχνίδι. |
κάνω τράκα κτ από κπ(αργκό: συνήθως τσιγάρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brad está sempre achacando cigarros de seus amigos. Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του. |
απευθύνομαι σε κπ, στρέφομαι σε κπ
Williams apelou para o pai na esperança de que ele lhe desse um empréstimo. Ο Γουίλιαμς απευθύνθηκε στον πατέρα του με την ελπίδα ότι θα του έδινε ένα δάνειο. |
υποβάλλω αίτηση(για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas solicitou um cartão de crédito. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela solicitou (or: pediu) mais tempo para terminar o relatório. ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής. |
ζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O senador exigiu uma investigação. O oficial de justiça pediu silêncio no tribunal. |
προσκαλώ(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele chamou-a para sair. Της ζήτησε να βγουν. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo (κάτι ή να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele solicitou que ela termine o trabalho até sexta-feira. Της ζήτησε να τελειώσει τη δουλειά έως την Παρασκευή. |
απευθύνομαι(σε κπ για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os governadores estaduais apelaram para o presidente por ajuda para conter os tumultos. Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις. |
αιτούμαιverbo transitivo (με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O advogado pediu perdão ao presidente. |
κάνω έκκληση(σε κάποιον να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O senador apelou para os seus colegas legisladores para que votassem por mais ajuda aos pobres. Ο Γερουσιαστής κάλεσε τους άλλους νομοθέτες να ψηφίσουν για την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας στους απόρους. |
δανείζομαι(κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A adolescente pediu emprestado à mãe 20 libras. |
παραιτούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gostaria de anunciar que estou renunciando como diretor da empresa. Θα ήθελα να ανακοινώσω ότι αποσύρομαι από διευθυντής της εταιρείας. |
παραιτούμαι, αποσύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O presidente do comitê decidiu renunciar por problemas de saúde. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας. |
κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας(clamar por benefício de desemprego) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίς ίχνος μετάνοιας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
γονατιστός(mendigar) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα. |
ζητώ συγχώρεσηlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ικετεύω έλεοςlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγγνώμηlocução verbal |
ζητώ μια χάρηexpressão verbal Posso pedir um favor? Você poderia regar meu jardim enquanto eu estiver fora da cidade? Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω; |
παίρνω φαγητό σε πακέτοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητάω τον λογαριασμό(restaurante: pedir a conta) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερνάω μια μπύρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχίαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ συγνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se você ferir os sentimentos de alguém, deve pedir desculpa. Αν πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου, πρέπει να ζητήσεις συγνώμη. |
κάνω ωτοστόπ(BRA) |
ζητιανεύωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζητώ συγχώρεσηexpressão verbal |
δέχομαι συμβουλές(receber instruções) |
κάνω πρόταση γάμουlocução verbal (pedir alguém em casamento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραγγέλνωexpressão verbal (μέσω ταχυδρομείου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζητώ μια χάρηexpressão verbal (από κάποιον) |
ζητώ συγχώρεση από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωνάζωlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια. |
ζητώ συγνώμη από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pedi desculpa para Brenda pelo incidente e ela me perdoou. Ζήτησα συγνώμη από τη Μπρέντα για το περιστατικό και με συγχώρεσε. |
αρνούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξαναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζητώ τη συγχώρεση κάποιουexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρειάζομαι απελπισμέναlocução verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuidado com Ralph, ele está sempre pedindo dinheiro emprestado para as pessoas. Να προσέχεις τον Ραλφ, πάντοτε πλευρίζει τους άλλους για χρήματα. |
ζητώ μια χάρηexpressão verbal (από κάποιον) Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; |
κάνω οτοστόπ(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anne pediu carona de Londres a Manchester. Η Άνν ταξίδεψε με οτοστόπ όλη τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Μάντσεστερ. |
ζητώ συγνώμη για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark pediu desculpa pela demora para responder o meu e-mail. Ο Μαρκ απολογήθηκε που καθυστέρησε να απαντήσει στο email μου. |
δανείζομαιexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tomarei dinheiro emprestado para pagar as férias. Θα δανειστώ χρήματα για να πληρώσω για τις διακοπές. |
αρνούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζητώ συγνώμη από κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você deveria pedir desculpa para o Stephen pelo jeito como o tratou ontem. Θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη από τον Στίβεν για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκες χτες. |
δανείζομαιexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O governo precisa de verbas adicionais, por isso terá que pegar (or: pedir) emprestado. Η κυβέρνηση χρειάζεται επιπρόσθετα κονδύλια, γι' αυτό θα πρέπει να δανειστεί. |
ζητάω πληροφορίες(για κτ, σχετικά με κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane pediu desculpa para mim por me chamar de mentirosa. Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη. |
κάνω πρόταση γάμουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Robert comprou um anel para Sophie. Ele pretende pedi-la em casamento. Ο Ρόμπερτ αγόρασε ένα δαχτυλίδι για τη Σόφι. Νομίζω ότι θα της σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου. |
προσεύχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Na igreja, no domingo, pedi pelo meu vizinho doente. |
κάνω πρόταση γάμου σε κπexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele me pediu em casamento na praia à meia-noite. Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία. |
κάνω call(baralho: ver cartas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu paguei para ver, e os outros jogadores tiveram que revelar sua mão. |
κάνω οτοστόπexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζητάω δανεικάlocução verbal Ontem ele me pediu emprestado vinte libras. |
ζητώ κι άλλοverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O público pediu bis ao artista. |
στρέφομαι σε κπ(consultar, pedir favor a alguém) Quando preciso de conselhos, recorro ao meu rabino. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pedir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pedir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.