Τι σημαίνει το douleur στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης douleur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του douleur στο Γαλλικά.
Η λέξη douleur στο Γαλλικά σημαίνει πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, θλίψη, πόνος, αγωνία, απελπισία, σπασμός, τσίμπημα, που θρηνεί, που πενθεί, όριο πόνου, οδύνη, έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός, σωματικός πόνος, διαπεραστικός πόνος, σφύζων πόνος, έντονος πόνος, δυνατός πόνος, πόνος στα κόκκαλα, μυϊκοί πόνοι, έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιά, πόνος στο στήθος, πόνος στα μάτια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διαξιφιστικός πόνος, ταλαιπωρία, δοκιμασία, σφαδάζω από τους πόνους, διπλώνομαι από πόνο, διπλώνομαι από πόνο, αισθάνομαι πόνο, που σφαδάζει, μορφασμός, απεγνωσμένος, απελπισμένος, συμπάσχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης douleur
πόνοςnom féminin (physique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a eu une douleur à la jambe après le match. Μετά τον αγώνα, ένιωθε έναν πόνο στο πόδι. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Laura se plaint d'une douleur à l'une de ses dents. Η Λώρα παραπονιόταν για πόνο σε ένα από τα δόντια της. |
πόνοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόνος(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon cœur est pris de douleur depuis ton départ. Έχω έναν πόνο στην καρδιά μου αφότου με άφησες. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόνοςnom féminin (physique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La douleur ne passe pas. Je vais prendre de l'aspirine. |
πόνοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόνοςnom féminin (émotion) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La douleur dans ses yeux disait tout. Ο πόνος στα μάτια του μαρτυρούσε τα πάντα. |
θλίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Suite à l'incendie, la ville entière fut plongée dans le chagrin et la peine. Μετά τη φωτιά ολόκληρη την πόλη την είχε συνεπάρει η θλίψη και η οδύνη. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il avait beau faire, Adam n'arrivait pas à oublier la douleur causée par les mots cruels de sa femme. |
αγωνία, απελπισία(mentalement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'athlète tomba à genoux après l'angoisse de la défaite. Ο αθλητής έπεσε στα γόνατα λόγω της απελπισίας του για την ήττα. |
σπασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσίμπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jason a senti une piqûre à la jambe et s'est rendu compte que quelque chose l'avait heurté. Ο Τζέισον αισθάνθηκε μια σουβλιά στο πόδι του και συνειδητοποίησε ότι κάτι τον χτύπησε. |
που θρηνεί, που πενθείlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όριο πόνουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Son seuil de tolérance à la douleur est très élevé. |
οδύνη(physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On pouvait voir sur le visage de la coureuse la douleur atroce qu'elle ressentait tandis qu'elle se tenait la cheville. |
έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικόςnom féminin (πόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona a ressenti une douleur aiguë à la jambe droite. |
σωματικός πόνοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le patient souffre de plusieurs douleurs corporelles. |
διαπεραστικός πόνος
James est allé aux urgences à cause de douleurs aiguës dans le dos. |
σφύζων πόνοςnom féminin (επίσημο) J'ai eu une douleur lancinante au bras toute la journée. Depuis que j'ai chuté, j'ai une douleur lancinante au crâne. |
έντονος πόνος, δυνατός πόνοςnom féminin |
πόνος στα κόκκαλαnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μυϊκοί πόνοιnom féminin pluriel (souvent au pluriel) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιάnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand je me suis relevée de ma chute dans les escaliers, j'ai éprouvé une vive douleur au coccyx. |
πόνος στο στήθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόνος στα μάτια(courant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
διαξιφιστικός πόνοςnom féminin |
ταλαιπωρία, δοκιμασία(soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο ταύρος είχε τραυματιστεί θανάσιμα και ο επιθανάτιος ρόγχος του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο θέαμα. |
σφαδάζω από τους πόνουςverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διπλώνομαι από πόνοverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À chaque fois que la crampe revenait, il criait et se tordait de douleur. |
διπλώνομαι από πόνοverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αισθάνομαι πόνοlocution verbale Les scientifiques ne s'accordent pas sur le fait que les insectes ressentent la douleur. |
που σφαδάζειlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μορφασμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a reculé avec une grimace quand j'ai inséré l'aiguille. Αποτραβήχτηκε κάνοντας έναν μορφασμό όταν έβαλα τη βελόνα. |
απεγνωσμένος, απελπισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les parents désemparés attendaient des nouvelles de leur enfant. Οι απελπισμένοι (or: απεγνωσμένοι) γονείς περίμεναν νέα για το παιδί τους. |
συμπάσχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je vois des gens souffrir, j'éprouve une grande compassion. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του douleur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του douleur
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.