Τι σημαίνει το pena στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pena στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pena στο πορτογαλικά.

Η λέξη pena στο πορτογαλικά σημαίνει φτερό, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει., κρίμα, κρίμα, θλίψη, λύπη, οδύνη, ποινή, τιμωρία, ποινή, φτερό, στυλό, απογοήτευση, πάθος, απόφαση, ποινή, πούπουλο, φτερό, μύτη, οίκτος, κόπος, μποξέρ στην κατηγορία φτερού, βγαίνει σε καλό, λυπάμαι, συμπονώ, δεν αξίζει, είμαι ανάξιος λόγου, αξίζει τα λεφτά του, που αξίζει, υπό την απειλή κυρώσεων, τι κρίμα, τι κρίμα, χνούδι πουλιού, θανατική ποινή, θανατική ποινή, βάρβαρη τιμωρία/ποινή, ισόβια, ποινή εγκλεισμού, πένα, πουπουλένιο μαξιλάρι, κατηγορία 52, δείχνω έλεος/συμπόνια, λυπάμαι, συμπονώ, αξίζω την αναμονή, δεν αξίζει τον κόπο, κάνω φυλακή, είμαι στη φυλακή, που αξίζει να τον δω, γκαντεμιά, κάλαμος, κατηγορίας φτερού, αξίζω, λυπάμαι, συμπονώ, κελεπούρι, φυλάκιση, θανατική ποινή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pena

φτερό

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pássaro perdeu uma pena enquanto decolava.
Το πουλί έχασε ένα πούπουλο καθώς έφευγε.

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.

substantivo feminino (figurado, força das palavras)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alguns dizem que a pena é mais poderosa do que a espada.

κρίμα

(coisa lamentável)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É uma pena que você perdeu o ônibus e teve que andar.
Κρίμα που έχασες το λεωφορείο και έπρεπε να πας με τα πόδια.

κρίμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É uma pena que você não possa vir conosco.
Είναι κρίμα που δεν μπορείτε να έρθετε μαζί μας.

θλίψη, λύπη, οδύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι καρδιές τους είναι γεμάτες θλίψη (or: λύπη).

ποινή, τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maria perdeu a aposta, por isso ela pagou a pena de fazer todas as tarefas de seu irmão naquela semana.
Η Μαρία έχασε το στοίχημα και έτσι πλήρωσε το τίμημα να κάνει όλες τις δουλειές του αδελφού της για μια εβδομάδα.

ποινή

substantivo feminino (punição por ação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A pena por seus crimes é dez anos de prisão.
Η ποινή για τα εγκλήματά σου είναι φυλάκιση δέκα χρόνων.

φτερό

substantivo feminino (pena grande de ave) (μεγάλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Βρήκαμε πεσμένα φτερά γερακιού στο δάσος.

στυλό

(escrita)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A caneta é um instrumento para a escrita à tinta.
Το στυλό είναι ένα εργαλείο για να γράφεις με μελάνι.

απογοήτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nenhum dos números que eu apostei na loteria saiu. Que decepção!
Κανένα από τα νούμερα του λόττο δεν ταίριαξαν. Τι απογοήτευση (or: πατάτα)!

πάθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόφαση

(julgamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O juiz decidirá a sentença depois de ler os relatórios médicos.

ποινή

(punição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele receberia uma pena dura se não confessasse.

πούπουλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esses travesseiros têm penugem de ganso como enchimento.
Αυτά τα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με πούπουλα χήνας.

φτερό

(badminton) (μπάντμιντον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μύτη

substantivo feminino (de caneta) (άκρη στυλού ή πένας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οίκτος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο πρόεδρος κατηγορήθηκε για έλλειψη οίκτου προς τους φτωχούς.

κόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Solicitar uma autorização realmente vale o incômodo? (or: trabalho).
Αξίζει πράγματι τον κόπο να υποβάλλει κανείς αίτηση για άδεια;

μποξέρ στην κατηγορία φτερού

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνει σε καλό

(figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Geralmente, ser bom para com as pessoas compensa.
Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους.

λυπάμαι, συμπονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se escolher se compadecer ou condenar, pense no resultado.

δεν αξίζει

expressão (να το αγοράζω, να το αποκτήσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ανάξιος λόγου

expressão

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O pequeno inconveniente de ter que esperar não vale a pena mencionar. Não vale a pena mencionar a pequena quantidade de sódio na toranja.

αξίζει τα λεφτά του

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αξίζει

expressão verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu ia sair para fazer compras mas no fim decidi que não vale a pena.
Θα πήγαινα στα μαγαζιά, αλλά αποφάσισα τελικά ότι δεν αξίζει.

υπό την απειλή κυρώσεων

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τι κρίμα

interjeição (expressar desapontamento)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τι κρίμα

interjeição (expressar desapontamento)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

χνούδι πουλιού

(aves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θανατική ποινή

(ποινή εκτέλεσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θανατική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alguns países não têm pena de morte porque não acreditam nela.

βάρβαρη τιμωρία/ποινή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισόβια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ποινή εγκλεισμού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πένα

(γραφής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουπουλένιο μαξιλάρι

κατηγορία 52

substantivo masculino (boxe: categoria de peso) (πυγμαχία: κατηγορία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δείχνω έλεος/συμπόνια

(exibir compaixão, misericórdia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυπάμαι, συμπονώ

(demonstrar compaixão ou misericórdia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αξίζω την αναμονή

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demorou um bom tempo para terminar, mas valeu a pena esperar.

δεν αξίζει τον κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω φυλακή

expressão verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στη φυλακή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αξίζει να τον δω

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γκαντεμιά

interjeição (informal, figurado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάλαμος

(φτερού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατηγορίας φτερού

locução adjetiva (boxe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vale a pena fazer isto pelo menos?
Αξίζει να το κάνουμε καν;

λυπάμαι, συμπονώ

(sentir compaixão por)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho pena (or: tenho dó) de quem, ainda jovem, perde os pais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οικτίρω όσους κάνουν ό,τι τους ζητούν χωρίς να σκέφτονται.

κελεπούρι

(figurado, informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amy soube imediatamente que seu namorado era para segurar.

φυλάκιση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A juíza o condenou à pena de prisão de dez anos.

θανατική ποινή

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pena στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pena

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.