Τι σημαίνει το pêlo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pêlo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pêlo στο πορτογαλικά.

Η λέξη pêlo στο πορτογαλικά σημαίνει γούνα, τρίχα, τρίχωμα, χνούδι, μπροστά από, χνούδι, τρίχα, ριζικό τριχίδιο, με, γούνα από κουνέλι, γούνα, πέλος, -, μέσα από, χαλί, που μπορεί να ονομαστεί, επιχορηγούμενος, θερμοπληξία, μουνότριχα, μουνότριχες, φαίνεται, αερομεταφερόμενος, χωρίς σέλα, που έχει καεί από τον ήλιο, ανεμοδαρμένος, παρασυρμένος από τον αέρα, αποκλεισμένος από πάγο, θαλάσσιος, βούρτσα, που αποτελεί εταιρική παροχή, ανάποδος, κερδοσκοπικός, που προκαλείται από το κάπνισμα, που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιο, χρηματοδοτούμενος από την κυβέρνηση, μαυρισμένος από τον ήλιο, με αυτοεξυπηρέτηση, δοκιμασμένος στον χρόνο, διότι, γιατί, επειδή, εγκαρσίως, εγκάρσια, λοξά, πλάγια, τουλάχιστον, τουλάχιστον, στη διαδρομή, με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριών, στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος, αντιθέτως, ακριβώς το αντίθετο, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα, επί του οποίου, καυγαδίζω, τσακώνομαι, ποιος ξέρει;, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, αμάν, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού!, έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού, που να πάρει ο διάολος, τριχοπίλημα, μακρύτριχο πινέλο ζωγραφικής, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, δυο στην τιμή του ενός, έγκαυμα, ετατισμός, κρατισμός, ορθή γωνία, τριχοφυία προσώπου, τριχωτή μασχάλη, κοντότριχη γάτα, συνιστώμενη τιμή κατασκευαστή, θάνατος λόγω ψύχους, ναυτία, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, αερομεταφερόμενα σωματίδια, για χάρη, για την περίοδο από ... μέχρι, για τον οποίο/την οποία/το οποίο, ελπίζω για το καλύτερο, πάω χαμένος, οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι, τυγχάνω αδιαφορίας, αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του, διυλίζω τον κώνωπα, μαραζώνω, αποκαλώ με λάθος όνομα, ανακοινώνω κτ τηλεφωνικά, πορτοκαλί, ηλιόλουστος, σε όλη την επικράτεια, χωρίς σέλα, τουλάχιστον, μέσω του αέρα, γούνα από κουνέλι, μεταφορά κορμών δέντρων, σκληρότριχος σκύλος, θάνατος λόγω ψύχους, αιτία, εξήγηση, σκαρφαλώνω έξω από, αποτυγχάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pêlo

γούνα

substantivo masculino (animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os pelos do cachorro começaram a cair porque ele estava doente. A gata tinha lindos pelos brancos.
Το τρίχωμα του σκύλου άρχισε να πέφτει επειδή ήταν άρρωστος.

τρίχα

substantivo masculino (no corpo humano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele tem muito pelo no peito.
Έχει πολλές τρίχες στο στήθος του.

τρίχωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O animal solta o seu pelo na primavera.
Το τρίχωμα του ζώου πέφτει την άνοιξη.

χνούδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπροστά από

contração (próximo de)

Passamos sempre pelos correios no nosso caminho para o trabalho.
Περνάμε πάντα από το ταχυδρομείο πηγαίνοντας στη δουλειά.

χνούδι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os pêssegos têm uma camada de pelo na casca.

τρίχα

substantivo masculino (de animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A almofada tem enchimento de pelo de cavalo.

ριζικό τριχίδιο

substantivo masculino (botânica) (επίσημο)

O caule da planta é coberto de pelos finos.

με

preposição (de acordo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu o conheço pelo primeiro nome.
Τον ξέρω με το μικρό του όνομα.

γούνα από κουνέλι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γούνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέλος

(tapete)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αυτή η μοκέτα έχει υπέροχο χοντρό πέλος.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siga na direção nordeste pelo norte.
Προχώρα βόρεια-βορειοανατολικά.

μέσα από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Um tijolo atravessou pela janela da cozinha

χαλί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που μπορεί να ονομαστεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιχορηγούμενος

(financiado por governo federal)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

θερμοπληξία

(desidratação por calor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μουνότριχα

(gíria) (αργκό: χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μουνότριχες

(gíria) (αργκό: χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φαίνεται

(ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que eu perdi meu guarda-chuva.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

αερομεταφερόμενος

expressão

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Se você espirrar sem cobrir a boca, seus germes podem ser transportados pelo ar.
Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα.

χωρίς σέλα

locução adjetiva (sem sela)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει καεί από τον ήλιο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεμοδαρμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασυρμένος από τον αέρα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκλεισμένος από πάγο

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θαλάσσιος

(μεταφορές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βούρτσα

locução adjetiva (μαλλιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που αποτελεί εταιρική παροχή

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάποδος

locução adverbial (invertido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele colocou a camisa tão rapidamente que não notou que estava do avesso.
Φόρεσε τόσο γρήγορα το μπλουζάκι του που δεν πρόσεξε ότι το έβαλε ανάποδα.

κερδοσκοπικός

(motivado a fazer dinheiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που προκαλείται από το κάπνισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματοδοτούμενος από την κυβέρνηση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαυρισμένος από τον ήλιο

expressão (δέρμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με αυτοεξυπηρέτηση

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκιμασμένος στον χρόνο

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

διότι, γιατί, επειδή

(arcaico,)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

εγκαρσίως, εγκάρσια

advérbio (náutica, aeronáutica) (προς το πλοίο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λοξά, πλάγια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τουλάχιστον

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τουλάχιστον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary precisa de pelo menos mil libras para pagar pelas férias dela.
Η Μαίρη χρειάζεται τουλάχιστον 1000 λίρες για να πληρώσει τις διακοπές της.

στη διαδρομή

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nós vamos dirigir até as montanhas, mas iremos parar para tomar um café pelo caminho.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριών

locução adverbial (com voto improvisado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Άρχισε να μιλάει για την πολιτική και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα για δύο ολόκληρες ώρες. Η αίσθηση του χιούμορ μου είναι στο ίδιο πνεύμα (or: στο ίδιο ύφος) με το δικό σου: και οι δύο γελάμε με τα ίδια αστεία.

αντιθέτως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você acha que as pessoas não podem mudar? Pelo contrário, elas podem!
Νομίζεις ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν; Αντιθέτως, μπορούν!

ακριβώς το αντίθετο

(nem tanto, o extremo oposto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pelo que sei, o banco aprovou o empréstimo. O chefe está no escritório, pelo que sei.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muito alta? Não, muito pelo contrário, ela é muito baixa para jogar de goleira.
Υπερβολικά ψηλή; Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ κοντή για να παίξει τέρμα!

επί του οποίου

(λόγιος, καθαρεύουσα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καυγαδίζω, τσακώνομαι

locução adjetiva (discutindo, brigando)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ποιος ξέρει;

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμάν

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

για όνομα του θεού! έλεος!

interjeição (expressando raiva ou frustração)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

για όνομα του Θεού!, έλεος!

interjeição (expressão de exasperação, frustração)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Σταμάτα να είσαι κακός με την αδερφή σου, για όνομα του Θεού! Για όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό!

για όνομα του θεού! έλεος!

interjeição (expressão de exasperação, frustração)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

για όνομα του Θεού

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

που να πάρει ο διάολος

(καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τριχοπίλημα

(pelo regurgitado por animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μακρύτριχο πινέλο ζωγραφικής

(certo tipo de pincel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυο στην τιμή του ενός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έγκαυμα

substantivo feminino (από ριπή ανέμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ετατισμός, κρατισμός

(propriedade governamental)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ορθή γωνία

(ângulo em ambos os lados da interseção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τριχοφυία προσώπου

(γενικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τριχωτή μασχάλη

(cabelo debaixo do braço)

κοντότριχη γάτα

locução adjetiva (classe de raças de animais)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνιστώμενη τιμή κατασκευαστή

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

expressão

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ναυτία

(στο αεροπλάνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αερομεταφερόμενα σωματίδια

expressão (poeira)

για χάρη

locução prepositiva (για το καλό κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algumas pessoas ficam juntas pelo bem das crianças. Ela parou de fumar pelo bem de sua saúde.
Ορισμένα ζευγάρια παραμένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους.

για την περίοδο από ... μέχρι

locução adverbial (entre datas determinadas)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

για τον οποίο/την οποία/το οποίο

locução prepositiva

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ελπίζω για το καλύτερο

expressão (ser otimista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω χαμένος

locução adverbial (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τυγχάνω αδιαφορίας

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzana preocupava-se de o seu conselho entrar por um ouvido e sair pelo outro.

αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διυλίζω τον κώνωπα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαραζώνω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκαλώ με λάθος όνομα

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανακοινώνω κτ τηλεφωνικά

expressão verbal

πορτοκαλί

(gato)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ηλιόλουστος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε όλη την επικράτεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ο αγώνας πρωταθλήματος θα μεταδοθεί απόψε σε όλη την επικράτεια.

χωρίς σέλα

locução adverbial (sem sela)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τουλάχιστον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele perdeu o emprego, mas pelo menos ainda tem uma casa. A esposa o deixou, mas pelo menos ela deixou a mobília para ele.
Έχασε τη δουλειά του, αλλά τουλάχιστον έχει το σπίτι του. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλά του άφησε τουλάχιστον τα έπιπλα.

μέσω του αέρα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γούνα από κουνέλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφορά κορμών δέντρων

expressão (παλαιό: σε ποτάμι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληρότριχος σκύλος

substantivo masculino (tipo de cão)

θάνατος λόγω ψύχους

expressão

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αιτία, εξήγηση

expressão (explicação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Άρνολντ αρνήθηκε να συμμετάσχει χωρίς να δώσει καμία εξήγηση.

σκαρφαλώνω έξω από

expressão (έμφαση στο σκαρφάλωμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυγχάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pêlo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pêlo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.