Τι σημαίνει το penché στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης penché στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του penché στο Γαλλικά.
Η λέξη penché στο Γαλλικά σημαίνει κλίνω, διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια, γέρνω, γέρνω, κλίνω, κλίνω προς, γέρνω, γέρνω, στρεβλώνω, γέρνω, γέρνω, γέρνω, κεκλιμένος, που γέρνει, που κλίνει, που έχει κλίση, που γέρνει, που γέρνει, σκυφτός, καμπουριαστός, πλάγιος, λοξός, επικλινής, στραβός, λοξός, στύβω το μυαλό μου, επηρεάζω κτ αποφασιστικά, τεντώνομαι υπερβολικά, σκύβω, σκύβω, ξαπλώνω, σκύβω, γέρνω, κατηφορίζω, διαλέγω, επιλέγω, γέρνω προς κπ/κτ, σκύβω, γέρνω, γέρνω προς τα εμπρός, σκύβω, προδιαθέτω θετικά, προϊδεάζω θετικά, σκύβω πάνω από κτ/κπ, κλίνω προς κπ/κτ, κλίνω προς, τείνω προς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης penché
κλίνωverbe intransitif (action, mouvement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tour de Pise penche dans la direction opposée à celle de la mer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ξέρεις αν ο Πύργος της Πίζας έκλινε ανέκαθεν τόσο πολύ προς τη μία πλευρά; |
διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γέρνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La table penchait et le stylo de Rachel n'arrêtait pas de rouler et de tomber par terre. Το τραπέζι έγερνε και το στυλό της Ρέητσελ συνεχώς έπεφτε κάτω. |
γέρνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les tournesols penchaient avec le vent. Τα ηλιοτρόπια έγειραν στον αέρα. |
κλίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il me semble que ce mur penche un peu vers la gauche. Μου φαίνεται ότι αυτός ο τοίχος κλίνει (or: γέρνει) λίγο προς τα αριστερά. |
κλίνω προςverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) Adam penche en faveur de la jeune candidate. |
γέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Josh a incliné le clavier jusqu'à ce qu'il soit au bon angle pour taper. |
γέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il inclina (or: pencha) la tête et dressa l'oreille. Έγειρε το κεφάλι του στην μια μεριά και άκουγε. |
στρεβλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γέρνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Στην Πίζα υπάρχει ένας φημισμένος πύργος που γέρνει προς τη μία πλευρά. |
γέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'oiseau a incliné (or: penché) la tête. Το πουλί έγειρε το κεφάλι του. |
γέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κεκλιμένος(αρχαϊκός τύπος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που γέρνει, που κλίνει, που έχει κλίση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les planches sont légèrement inclinées afin d'empêcher qu'ils ne tombent par terre. |
που γέρνειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La dépendance penchée est dangereuse et devra être démolie. Το βοηθητικό κτίριο που γέρνει είναι επικίνδυνο και θα πρέπει να κατεδαφιστεί. |
που γέρνειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le siège était incliné et il était donc difficile de s'y s'asseoir. |
σκυφτός, καμπουριαστόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John était courbé (or: penché) sur son bureau toute la journée. |
πλάγιος, λοξόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le randonneur s'est assis sur la bûche inclinée. |
επικλινήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στραβός, λοξός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa cravate était de travers, alors il l'a remise droite. |
στύβω το μυαλό μου(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que nous fassions travailler nos méninges pour résoudre ce problème. |
επηρεάζω κτ αποφασιστικάlocution verbale (figuré) |
τεντώνομαι υπερβολικάlocution verbale Pour saisir la corde, Daniel s'est trop penché en avant et est tombé. |
σκύβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James a fait tomber son stylo alors il s'est penché pour le ramasser. Έπεσε το στυλό του Τζέιμς κι έσκυψε για να το σηκώσει. |
σκύβωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il faut que je me penche pour nouer mes lacets. Πρέπει να σκύψω για να δέσω τα κορδόνια μου. |
ξαπλώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκύβω, γέρνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατηφορίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαλέγω, επιλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Du temps ou de l'argent ? Je pencherais plutôt pour le temps. |
γέρνω προς κπ/κτ(κυριολεκτικά) Ma mamie se penche souvent vers moi pour mieux entendre ce que je dis. |
σκύβω, γέρνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est dangereux de se pencher à l'extérieur. |
γέρνω προς τα εμπρόςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκύβω(για να ακούσω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La petite fille parlait si doucement que Dawn se pencha pour mieux l'entendre. |
προδιαθέτω θετικά, προϊδεάζω θετικά(για κτ) |
σκύβω πάνω από κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam s'est penché au-dessus de la barrière pour atteindre la balle qui avait atterri dans le jardin de ses voisins. Ο Σαμ έσκυψε πάνω από τον φράχτη για να προσπαθήσει να φτάσει την μπάλα που είχε πέσει στον κήπο του γείτονα. |
κλίνω προς κπ/κτ(figuré : une préférence) (μεταφορικά) Pour les prochaines élections, il penche pour les Démocrates. Όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, κλίνει προς τους Δημοκρατικούς. |
κλίνω προς, τείνω προς(opinion) (μεταφορικά) Le point de vue de Peggy sur le monde penche vers la droite. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του penché στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του penché
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.