Τι σημαίνει το up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του up στο Αγγλικά.

Η λέξη up στο Αγγλικά σημαίνει -, στα πάνω του, σειρά, επάνω, πάνω, -, -, -, πάνω, ψηλά, πάνω, προς τα πάνω, πάνω, προς τα πάνω, -, -, προς την ενδοχώρα, πάνω, -, -, -, -, -, όλα, ανηφόρα, ανεβάζω, κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά, δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ, κάνω πρόσθεση, έχω άθροισμα, αθροίζω, ταιριάζω, συνάδω, υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω, συσσωρεύομαι, αυξάνω, πληρώνω, κάνω ante, αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα, υποστηρίζω, στηρίζω, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω, κάνω όπισθεν με κτ, κάνω όπισθεν, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, φυλακίζω, βάζω στην φυλακή, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, διακτινίζω, ανέχομαι, υποφέρω, τα καταφέρνω, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, ενισχύω, φουσκώνω, βάζω ζώνη, βγάζω τον σκασμό, προσφέρω υψηλότερη τιμή, προσφέρω υψηλότερη τιμή, παινεύω, παινεύω, δένω, τυλίγω, δένω, ανάβω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, εκρήγνυμαι, ανατινάζω, μεγεθύνω, ξεσπάω, ξεσπώ, καλύπτω, βράζω, κορυφώνομαι, σκάω, ψήνομαι, στηρίζω, ξεσκονίζω, μελετώ, διαβάζω, κάνω κράτηση, κλείνω, ανοίγω, ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω, καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω, προσθέτω, υπό έλεγχο, στην τσίτα, βάφομαι, φραγμένος, βουλωμένος, δημιουργία αντιγράφου ασφαλείας, το ότι κάνω όπισθεν, συλλογή, συγκέντρωση, ενισχύσεις, αντίγραφο, μαζεύομαι, συσσωρεύομαι, μποτιλιάρισμα, εφεδρικός, εναλλακτικός, αντίγραφο ασφαλείας, κουβαριασμένος, μπερδεμένος, χάλι, φοβερός, τρομερός, στοιβάζω, παίρνω λάθος δρόμο, κάνω λάθος, είμαι κατενθουσιασμένος, μου παίρνουν μέτρα, με στήνουν, είμαι νευρικός, τα βάζω με τον εαυτό μου, σαραβαλιασμένος, χτυπιέμαι, σαραβαλάκι, σαραβαλιασμένος, ενισχυμένος, αύξηση προσφοράς, πολλά μπράβο, μαυρίζω, μεγεθυμένος, ανατιναγμένος, θύμα έκρηξης, φουσκωμένος, φουσκωτός, μεγέθυνση, ξέσπασμα, καλυμμένος με σανίδια, σκαμπανεβάζω, αναδύομαι, μπουρδουκλώνω, ξεσκόνισμα, τα πίνω, καταπιεσμένος, από κάτω προς τα πάνω, από κάτω προς τα πάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης up

-

adjective (informal (risen from bed) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Is Mom up yet? No, she's still sleeping.
Έχει σηκωθεί η μαμά; Όχι, κοιμάται ακόμα.

στα πάνω του

adjective (informal (price, etc.: increased)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The stock market is up right now.
Το χρηματιστήριο είναι στα πάνω του αυτή τη στιγμή.

σειρά

adjective (informal (about to take turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι η σειρά σου.

επάνω, πάνω

adverb (on a higher level)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The restrooms are up at the top of the staircase.
Οι τουαλέτες είναι επάνω, στο τέλος της σκάλας.

-

adverb (to higher volume) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ben had his music up too loud and the neighbors complained.
Ο Μπεν παραείχε δυνατά τη μουσική και οι γείτονες παραπονέθηκαν.

-

adverb (informal (sports: ahead) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The team is up one-nil over its opponent.
Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν.

-

adverb (above horizon) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Is the sun up yet?
Έχει ανατείλει ο ήλιος;

πάνω

adverb (informal (more, higher)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The prices are three Euros and up.
Οι τιμές είναι τρία ευρώ και βάλε.

ψηλά

adverb (at higher point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is now up in the bi-plane, and can now see the valley below.

πάνω

preposition (elevated, above)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The cat was up a tree.
Η γάτα ήταν πάνω σε ένα δέντρο.

προς τα πάνω

preposition (to higher part)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you go a little way up the hill, you will get a better view.

πάνω

preposition (further along) (πιο πέρα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We live just up the street
Εμείς μένουμε λίγο πιο πάνω.

προς τα πάνω

adjective (informal (related to upward direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Use the up escalator; it's quicker than the stairs.

-

adjective (informal (constructed) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The building has been up for three months.
Το κτίριο έχει ανεγερθεί εδώ και τρεις μήνες.

-

adjective (US (tide: in) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The tide will be up soon.
Η παλίρροια θα ανέβει σύντομα.

προς την ενδοχώρα

adjective (inland)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going from the coast, up to Nottingham in the middle of England.
Κινούμαστε από τα παράλια προς την ενδοχώρα, προς το Νότιγχαμ στην καρδιά της Αγγλίας.

πάνω

adjective (to the north)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They are up in New York.
Θα πάμε πάνω στη Θεσσαλονίκη για διακοπές.

-

adjective (expired, finished) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Your time is up. Please give me your answer now.
Τέλειωσε ο χρόνος. Παρακαλώ δώστε μου τις απαντήσεις σας τώρα.

-

adverb (to [sb]) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Send the report up so the boss can read it.
Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει.

-

adverb (to higher value) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jeff's salary is up ten thousand a year to forty thousand dollars.
Ο μισθός του Τζεφ ανέβηκε κατά δέκα χιλιάδες και έφτασε τις σαράντα χιλιάδες δολάρια το χρόνο.

-

adverb (informal (to higher brightness) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Make sure the contrast is up on your screen.
Βεβαιώσου ότι η αντίθεση της οθόνης σου είναι υψηλή.

-

adverb (in contact with) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Since I stopped reading a daily newspaper, I'm no longer up on events.
Από όταν έπαψα να διαβάζω εφημερίδα, δεν είναι πλέον ενήμερος για τα νέα.

όλα

adverb (US (sports: tied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The score was six up at the end.
Το τελικό σκορ ήταν έξι όλα.

ανηφόρα

noun (informal (upward slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bike path is fun, with lots of ups and downs.

ανεβάζω

transitive verb (slang (increase) (αυξάνω, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band upped the number of shows in their tour.
Η μπάντα ανέβασε τον αριθμό συναυλιών στην περιοδεία τους.

κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά

phrasal verb, intransitive (UK, informal (child: misbehave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why do children always wait to be in public to act up?
Γιατί τα παιδιά περιμένουν πάντα να βρεθούν σε δημόσιο χώρο για να κάνουν αταξίες;

δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ

phrasal verb, intransitive (informal (machine: malfunction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The TV is acting up, but I think it's just a loose wire.
Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή.

κάνω πρόσθεση

phrasal verb, intransitive (do sums)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children are learning to add up.
Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση.

έχω άθροισμα

(total)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The opposite sides of a die add up to seven.
Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά.

αθροίζω

phrasal verb, transitive, separable (calculate total)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you add up the numbers in this column, you should get 500.
Εάν αθροίσεις τους αριθμούς αυτής της στήλης, πρέπει να βγάλεις 500.

ταιριάζω, συνάδω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (make sense)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two different accounts of the same event don't add up.
Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν.

υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω

(figurative (indicate, lead to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The evidence adds up to a clear attempt to steal the goods.
Οι αποδείξεις υποδηλώνουν μια ξεκάθαρη απόπειρα κλοπής των αγαθών.

συσσωρεύομαι

phrasal verb, intransitive (accumulate gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stresses of everyday life can add up and leave you feeling overwhelmed.

αυξάνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (increase the power of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πληρώνω

phrasal verb, intransitive (pay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ante up, you must pay your fair share.
Κατέβαινε τα λεφτά, πρέπει να πληρώσεις το μερίδιό σου.

κάνω ante

phrasal verb, transitive, separable (US (poker: contribute to betting pot) (πόκερ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had to ante up $100 just to stay in the game.

αντιγράφω, δημιουργώ αντίγραφα

phrasal verb, transitive, separable (computing: make copies)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is advisable to back up all the files on your computer regularly, in case of breakdown.
Είναι καλό να δημιουργείτε τακτικά αντίγραφα όλων των αρχείων στον υπολογιστή σας, για την περίπτωση βλάβης.

υποστηρίζω, στηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go ahead and tell the boss just what happened; I'll back you up on it.
Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω.

επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω

phrasal verb, transitive, separable (confirm: fact, argument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The accused man insisted that his wife would back up his story and give him an alibi.
Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι η γυναίκα του θα επιβεβαίωνε την εκδοχή του και θα του έδινε άλλοθι.

κάνω όπισθεν με κτ

phrasal verb, transitive, separable (vehicle: reverse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's difficult to back up a truck when a trailer is attached.
Είναι δύσκολο να κάνεις όπισθεν με ένα φορτηγάκι, όταν σε αυτό έχει προσαρτηθεί και τροχόσπιτο.

κάνω όπισθεν

phrasal verb, intransitive (move in reverse) (αυτοκίνητο)

A loud beeping alerts other road users when the lorry is backing up.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα

phrasal verb, transitive, separable (slang (do [sth] badly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've really balled up my computer this time; I'll have to call tech support.

φυλακίζω, βάζω στην φυλακή

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (put in prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He got banged up for robbing the local liquor store.

χτυπώ, βαρώ, κοπανώ

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I really banged up the car when I hit that moose.

διακτινίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (science fiction: transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανέχομαι, υποφέρω

phrasal verb, intransitive (endure [sth] difficult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She is bearing up well despite the pressure she is under.

τα καταφέρνω

phrasal verb, intransitive (remain strong in adversity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο

phrasal verb, transitive, separable (informal (assault) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A group of youths beat Henry up.
Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι.

ενισχύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (make stronger, augment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Indian spices beef up this vegetarian dish.
Τα ινδικά μπαχαρικά ενισχύουν αυτό το πιάτο για χορτοφάγους.

φουσκώνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (build muscle) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The coach told the young football player to beef up in the gym.
Ο προπονητής είπε στον νεαρό ποδοσφαιριστή να κάνει μπράτσα στο γυμναστήριο.

βάζω ζώνη

phrasal verb, intransitive (informal (fasten seatbelt)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure you belt up when you get in the car.

βγάζω τον σκασμό

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (stop talking) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tanya shouted at her brother to belt up.

προσφέρω υψηλότερη τιμή

phrasal verb, intransitive (bidding higher)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσφέρω υψηλότερη τιμή

phrasal verb, transitive, separable (bidding higher on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simon bid his own lot up to make as much as possible on it.

παινεύω

phrasal verb, transitive, separable (slang (express admiration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παινεύω

phrasal verb, transitive, separable (slang (exaggerate greatness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

phrasal verb, transitive, separable (bandage securely) (τραύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should bind up that wound to stop the bleeding.

τυλίγω, δένω

phrasal verb, transitive, separable (wrap with string, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bind up the package with string.

ανάβω

phrasal verb, intransitive (UK, informal (light cigarette, cigar, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

phrasal verb, transitive, separable (obstruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had blocked up the exit so we couldn't leave.
Μπλόκαρε την έξοδο και έτσι δε μπορούσαμε να φύγουμε.

εκρήγνυμαι

phrasal verb, intransitive (explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I watched the Hindenburg blow up.

ανατινάζω

phrasal verb, transitive, separable (detonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They blew up the enemy's ammunition dump.
Ανατίναξαν την αποθήκη πυρομαχικών του εχθρού.

μεγεθύνω

phrasal verb, transitive, separable (photograph: enlarge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Small photos may have to be blown up if they are not identifiable.
Οι μικρές φωτογραφίες μπορεί να χρειαστεί να μεγεθυνθούν αν δεν μπορούν να αναγνωριστούν.

ξεσπάω, ξεσπώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (get angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She blew up when I told her about the car.
Ξέσπασε όταν της είπα για το αυτοκίνητο.

καλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (cover temporarily with panels) (με σανίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They boarded up the windows before the hurricane arrived.

βράζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (cook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This weekend, we'll boil up a big pot of crawfish.

κορυφώνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (intensify) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tension along the border boiled up to a full-blown war.

σκάω, ψήνομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (feel hot) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm boiling up here. Can't you open a window?

στηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (support [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

(slang (revise knowledge of) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you're going to be that picky, I'd better bone up on basic grammar.
Αν είναι να είσαι τόσο σχολαστικός, καλύτερα να ξεσκονίσω τις γνώσεις μου στη βασική γραμματική!

μελετώ, διαβάζω

(slang (learn about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students boned up on psychology terms before the exam.

κάνω κράτηση, κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (reserve fully) (πλήρως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was no room at the hotel; they were completely booked up for the summer.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (switch on: computer) (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω

phrasal verb, intransitive (computer: start) (Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (repress: feelings, energy) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is not emotionally or physically healthy to bottle up one's emotions.
Δεν είναι συναισθηματικά και σωματικά υγιές το να καταπνίγει κανείς τα αισθήματά του.

προσθέτω

intransitive verb (do sums) (σπανίως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I learned how to add when I was in first grade.
Έμαθα να κάνω πρόσθεση όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού.

υπό έλεγχο

adverb (figurative (assured)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party planner has the details of the big birthday celebration all sewn up.

στην τσίτα

adjective (US, slang (shaken, very upset) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The criminal was all shook up because he knew the police would find him.

βάφομαι

(put on cosmetics) (μτφ: με καλλυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't have the time to apply makeup, so it's lucky I have nice skin!

φραγμένος, βουλωμένος

adjective (pipe, etc.: blocked) (σωλήνα, κτλ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The plumbing was backed up because of excess hair in the drain.

δημιουργία αντιγράφου ασφαλείας

noun (computing: making copies)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The software performs the backing up of data.

το ότι κάνω όπισθεν

noun (vehicle: reversing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The reverse lights warn people of the backing up of the vehicle.

συλλογή, συγκέντρωση

noun (water: collecting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The backing up of water in the lake caused the flood.

ενισχύσεις

noun (support)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When the policeman realized he couldn't handle the situation alone, he called for backup.
Όταν ο αστυνομικός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, κάλεσε ενισχύσεις.

αντίγραφο

noun (duplicate copy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is a backup; the original copy is in the filing cabinet.
Αυτό είναι αντίγραφο. Το πρωτότυπο είναι στο αρχείο.

μαζεύομαι, συσσωρεύομαι

noun (accumulation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is a backup of paperwork that we need to file by the end of the day.
Έχει μαζευτεί χαρτούρα που πρέπει να αρχειοθετηθεί μέχρι το τέλος της ημέρας.

μποτιλιάρισμα

noun (informal (traffic jam)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a backup on the interstate just north of the city.
Υπάρχει μποτιλιάρισμα στον διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο ακριβώς βόρεια της πόλης.

εφεδρικός, εναλλακτικός

noun as adjective (alternative) (σχέδιο)

I'm going to keep my old laptop as a backup computer just in case my new one breaks down.
Θα κρατήσω το παλιό μου λαπ τοπ ως εφεδρικό, σε περίπτωση που ο νέος μου υπολογιστής χαλάσει.

αντίγραφο ασφαλείας

noun (data: duplicate) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's a good idea to make a backup copy of important documents.

κουβαριασμένος

adjective (formed into a ball shape)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Clive struck Sam with a balled up fist.

μπερδεμένος

adjective (US, informal (confused)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χάλι

noun (UK, slang, vulgar (mess, poor job)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φοβερός, τρομερός

adjective (slang (excellent) (μτφ, σπουδαίος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Congratulations, you did a bang-up job on that project!

στοιβάζω

(make pile of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω λάθος δρόμο

verbal expression (figurative (follow a mistaken idea) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω λάθος

verbal expression (figurative, informal (be mistaken)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι κατενθουσιασμένος

expression (feel very enthusiastic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου παίρνουν μέτρα

verbal expression (be fitted for clothes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You'll be measured up by a tailor when you have a custom tweed jacket made.

με στήνουν

verbal expression (informal (be abandoned on date)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After an hour waiting in the restaurant, he realised he'd been stood up.

είμαι νευρικός

verbal expression (xxx)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα βάζω με τον εαυτό μου

verbal expression (figurative, informal (feel guilty or bad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was just an honest mistake, so you shouldn't beat yourself up about it.

σαραβαλιασμένος

adjective (US, slang (vehicle: in poor condition)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rick drives a beat-up pickup truck.
Ο Ρικ οδηγάει ένα σαράβαλο ημιφορτηγό.

χτυπιέμαι

verbal expression (US, informal (feel guilty or bad) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σαραβαλάκι

noun (US, slang (car in poor condition) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love my beat-up car, even though it´s covered in dents and scratches.

σαραβαλιασμένος

adjective (informal (car, etc.: battered from use) (κυρίως αυτοκίνητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ενισχυμένος

adjective (improved, increased, strengthened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αύξηση προσφοράς

noun (increase in bid)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολλά μπράβο

interjection (slang (admiration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαυρίζω

transitive verb (blacken)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers blacked their faces before the mission.

μεγεθυμένος

adjective (informal (image: enlarged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The blown-up pictures were grainier than the originals.
Στις μεγεθυμένες φωτογραφίες, μπορείς να διακρίνεις, πιο εύκολα, τα πίξελ από ό,τι στις κανονικές.

ανατιναγμένος

adjective (informal (thing: by explosion) (από ανατίναξη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The town was a mess of blown-up buildings and rubble.

θύμα έκρηξης

adjective (informal (person: by explosion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is one of several politicians blown up last year by terrorists.

φουσκωμένος

adjective (informal (balloon, etc.: inflated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pass me a blown-up balloon and I'll make you an animal.

φουσκωτός

adjective (informal (inflatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We inflated the blow-up beach ball and tossed it in the water.

μεγέθυνση

noun (informal (enlarged image) (εικόνας, φωτογραφίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gallery is displaying several blowups of famous images.

ξέσπασμα

noun (informal (angry outburst) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yesterday there was a huge blowup between the strikers and the administration.

καλυμμένος με σανίδια

adjective (window, etc.: covered with wooden boards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκαμπανεβάζω

intransitive verb (used in compounds (move up and down: on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The toy boat bobbed along on the surface of the lake.

αναδύομαι

(appear from underwater)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπουρδουκλώνω

transitive verb (UK, slang, vulgar (bungle) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκόνισμα

noun (informal (revision, studying) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think my geography could use a little boning up, I wasn't sure exactly where Haiti is.
Νομίζω η γεωγραφία μου θα ήθελε λίγο ξεσκόνισμα. Δεν ήμουν σίγουρος που ακριβώς είναι η Αϊτή.

τα πίνω

noun (informal, UK (alcoholic drinking session) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fancy a booze-up with the lads tonight?
Θες να τα πιούμε με τα παιδιά απόψε;

καταπιεσμένος

adjective (figurative, informal (repressed, not expressed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bottled-up feelings can have a negative effect on your mental health.

από κάτω προς τα πάνω

adjective (hierarchical: working upwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από κάτω προς τα πάνω

adjective (design, programming approach: strategic) (προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.