Τι σημαίνει το possible στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης possible στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του possible στο Αγγλικά.

Η λέξη possible στο Αγγλικά σημαίνει πιθανός, είναι δυνατή η ύπαρξή μου, πιθανός, ενδεχόμενος, εφικτός, δυνατός, όσο το δυνατό μακρύτερα, όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο το δυνατόν περισσότερο, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, το καλύτερο δυνατόν, ανθρωπίνως δυνατό, ει δυνατόν, καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό, απίθανος, μη πραγματοποιήσιμος, απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται, δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης possible

πιθανός

adjective (that can happen)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is possible that it will rain today.
Είναι πιθανό να βρέξει σήμερα.

είναι δυνατή η ύπαρξή μου

adjective (that can exist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are black holes even possible?

πιθανός, ενδεχόμενος

adjective (potential)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm not sure, but it's a possible solution.

εφικτός, δυνατός

noun (that which is feasible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You need to stop dreaming and concentrate on the possible.
Πρέπει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι και να συγκεντρωθείς σε ότι είναι εφικτό.

όσο το δυνατό μακρύτερα

adverb (to the greatest possible extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please avoid cell phone usage as far as possible during your visit.

όσο το δυνατόν περισσότερο

expression (to greatest extent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I try to exercise as much as possible.
Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο.

όσο το δυνατόν περισσότερο

noun (greatest amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always eat as much as possible at Thanksgiving dinner.
Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών.

το συντομότερο δυνατό

adverb (as fast as can be done)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You should get tickets as quickly as possible, the show you want to see is very popular.

το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα

adverb (as early as is feasible)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's imperative that I speak with you as soon as possible.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

adverb (acronym (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please send your reply to the following address ASAP.

το καλύτερο δυνατόν

adjective (finest that can be done or had)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθρωπίνως δυνατό

adjective (feasible, practical)

I will finish my homework as fast as humanly possible.

ει δυνατόν

adverb (if it can be done)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό

transitive verb (facilitate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This program was made possible by a grant from the XYZ Foundation.

απίθανος, μη πραγματοποιήσιμος

adjective (that cannot be)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is not possible for humans to fly.

απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται

adjective (forbidden, not permitted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is not possible to carry liquids in your hand luggage.

δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή

noun (available option)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του possible στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του possible

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.