Τι σημαίνει το prepared στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prepared στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prepared στο Αγγλικά.

Η λέξη prepared στο Αγγλικά σημαίνει προετοιμασμένος, προετοιμασμένος για κτ, προετοιμασμένος για κτ, έτοιμος να κάνω κτ, έτοιμος, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζομαι, κάνω ετοιμασίες για κτ, ετοιμάζομαι, ανεπαρκώς προετοιμασμένος, λόγος, κείμενο που έχω ετοιμάσει, καλοφτιαγμένος, προετοιμασμένος, καλά προετοιμασμένος, καλά προετοιμασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prepared

προετοιμασμένος

adjective (ready)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The motto of the Scout movement is "Be prepared".

προετοιμασμένος για κτ

(ready for)

The city wasn't prepared for a disaster of this magnitude.
Η πόλη δεν ήταν προετοιμασμένη για καταστροφή αυτού του μεγέθους.

προετοιμασμένος για κτ

(not surprised by)

I thought I was prepared for anything, but the vehemence of his response surprised me.
Νόμιζα πως ήμουν προετοιμασμένος για όλα, αλλά η σφοδρότητα της απάντησής του με εξέπληξε.

έτοιμος να κάνω κτ

expression (willing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Helen was prepared to help Sally, as long as Sally didn't expect her to do all the work.
Η Έλεν ήταν έτοιμη να βοηθήσει τη Σάλλυ, αρκεί η Σάλλυ να μην περίμενε από εκείνη να κάνει όλη τη δουλειά.

έτοιμος

adjective (made earlier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Add the prepared mixture to the other ingredients and heat through.
Προσθέστε το έτοιμο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά και ζεστάνετέ το καλά.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

transitive verb ([sth]: make ready) (κάτι (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before you plant seeds, you need to prepare the ground.
Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος.

προετοιμάζω

transitive verb ([sb]: make ready) (κάποιον, κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nothing could have prepared me for the sight that greeted me when I opened the door.
Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She got the board out and prepared the pieces for a game of chess.
Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι.

ετοιμάζω

transitive verb (cook) (μαγειρεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He prepared a wonderful meal for us.
Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα.

ετοιμάζομαι

intransitive verb (get ready)

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)
I am coming out soon - I just need a minute to prepare.
Βγαίνω σε λίγο, χρειάζομαι μόνο ένα λεπτό να ετοιμαστώ.

κάνω ετοιμασίες για κτ

(get ready)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Simon has spent all day preparing for his guests' arrival.
Ο Σάιμον όλη την ημέρα έκανε ετοιμασίες για την άφιξη των καλεσμένων του.

ετοιμάζομαι

(get ready: to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prepare to be amazed!
Ετοιμάσου να εκπλαγείς!

ανεπαρκώς προετοιμασμένος

adjective (not sufficiently ready)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

λόγος

noun (public talk written in advance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κείμενο που έχω ετοιμάσει

noun (copy of a speech to be given) (για να βγάλω λόγο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The attorney was reading from a prepared text.

καλοφτιαγμένος

adjective (skillfully, carefully made)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The well-prepared dessert drew coos of admiration from the guests.

προετοιμασμένος

adjective (object: made ready)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The wall is well prepared and ready for painting.

καλά προετοιμασμένος

adjective (person: ready for [sth])

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Steve is well prepared for his exam.

καλά προετοιμασμένος

adjective (person: has required skills for [sth])

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
A lifetime in politics means this candidate is well prepared to take over the leadership of the party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prepared στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του prepared

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.