Τι σημαίνει το worst στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης worst στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worst στο Αγγλικά.
Η λέξη worst στο Αγγλικά σημαίνει χειρότερος, χειρότερος, χειρότερος, χειρότερος, χειρότερος, χειρότερα, περισσότερο, τα χειρότερα, κακός, κακός, επιβλαβής, βλαβερός, κακός, κακός, λανθασμένος, κακός, άσχημος, κακός, ελαττωματικός, κακός, κακός, άσχημος, δυνατός, έντονος, κακός, ανεπαρκής, κακός, αδέξιος, ανίκανος, είμαι κακός σε κτ, άρρωστος, χαλασμένος, κακός, άσχημος, κακός, κακός, άσχημος, ενοχλητικός, κακός, χυδαίος, πλαστός, ψεύτικος, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, κακός, ατιμωτικός, σοβαρά, άσχημα, κακός, άσχημος, κακός, άσχημα, κακά, άσχημα, κακά, άσχημα, τόσο πολύ, πάρα πολύ, άσχημα, άσχημα, άσχημα, άρρωστος, αρνητικός, μόλις που, ίσα που, άσχημα, κακός, αρνητικός, κακός, δεν, δε, άσχημα, συμφορά, δεινά, στην χειρότερη περίπτωση, χειρότερο σενάριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης worst
χειρότεροςadjective (superlative of bad) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's the worst thing you could say. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσες να πεις. |
χειρότεροςadjective (most severe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It was the worst storm in thirty years. |
χειρότεροςadjective (poorest quality) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The worst furniture costs no less than the best. |
χειρότεροςadjective (most faulty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) They sell the worst appliances, which don't last a week! |
χειρότεροςadjective (most harmful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That was the worst mistake I've ever made. |
χειρότεραadverb (with the poorest quality) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He sang worst in the whole choir. |
περισσότεροadverb (most severely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They suffered worst under the last king. |
τα χειρότεραnoun (least favourable [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hope for the best, but expect the worst. Να εύχεσαι τα καλύτερα, αλλά να περιμένεις τα χειρότερα. |
κακόςadjective (poor quality) (κακής ποιότητας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The television reception was bad. Το σήμα της τηλεόρασης ήταν κακό. |
κακός, επιβλαβής, βλαβερόςadjective (harmful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smoking is bad for you. Το κάπνισμα είναι βλαβερό για σένα. |
κακόςadjective (evil, wicked) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In films, the bad guy usually loses. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μάγισσα του παραμυθιού ήταν μια κακιά γυναίκα. |
κακός, λανθασμένοςadjective (incorrect, inadequate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Your pronunciation is bad - you need to practice. Η προφορά σου είναι κακή. Πρέπει να εξασκηθείς. |
κακόςadjective (unfavorable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The critic wrote a bad review of the performance. Ο κριτικός έγραψε μια κακή κριτική για την παράσταση. |
άσχημος, κακόςadjective (upsetting) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm afraid I have some bad news for you. Φοβάμαι ότι σου έχω άσχημα (or: κακά) νέα. |
ελαττωματικός, κακόςadjective (defective) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The faulty one was part of a bad batch. Το ελαττωματικό αντικείμενο ήταν μέρος μιας κακής παρτίδας. |
κακόςadjective (badly behaved) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My uncle is so bad - always making rude jokes! He was a bad child, and was always misbehaving. Ο θείος μου είναι κακός - λέει πάντοτε χυδαία ανέκδοτα! |
άσχημος, δυνατός, έντονοςadjective (severe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Take these painkillers if the pain becomes too bad. Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός. |
κακός, ανεπαρκήςadjective (inadequate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His eyes got worse as he regularly read in bad lighting. Η όρασή του χειροτέρεψε αφού διάβαζε συχνά με κακό φωτισμό. |
κακός, αδέξιος, ανίκανοςadjective (unskilled) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was a bad workman, and whatever he mended soon broke again. Ήταν ανίκανος εργάτης και οτιδήποτε επιδιόρθωνε ξαναχαλούσε σύντομα. |
είμαι κακός σε κτverbal expression (unskilled at [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Why is Britain so bad at tennis? Γιατί είναι τόσο κακή στο τένις η Βρετανία; |
άρρωστοςadjective (informal (diseased) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has a bad heart. |
χαλασμένοςadjective (informal (rotten) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I think these apples are bad. They have been there for a month. |
κακός, άσχημοςadjective (acrimonious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There was bad feeling between them. |
κακόςadjective (weather: inclement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The west coast is renowned for its bad weather. |
κακός, άσχημος, ενοχλητικόςadjective (offensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There was a bad smell from the bin. |
κακόςadjective (blemished) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She had smallpox as a child and has a bad complexion because of it. |
χυδαίοςadjective (language: obscene) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The comic's routine was full of bad language. |
πλαστός, ψεύτικοςadjective (counterfeit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) US: He had been paid with a bad check. |
φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερόςadjective (slang, dated (excellent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oh man, that is so bad! I really like it! |
κακός, ατιμωτικόςadjective (dishonorable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was sacked and given a bad reference. |
σοβαρά, άσχημαadverb (informal (badly: severely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He's in love and he's got it bad. |
κακός, άσχημοςnoun (that which is bad) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) We must take the bad with the good. Πρέπει να δεχόμαστε τα στραβά μαζί με τα καλά. |
κακόςplural noun (evil people) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Hell is reserved for the truly bad. |
άσχημα, κακάadverb (unfavourably) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm sorry things have turned out badly for you. Λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα
για σένα. |
άσχημα, κακάadverb (without skill, poorly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I play the piano very badly. Παίζω πιάνο πολύ άσχημα. |
άσχημαadverb (severely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Two passengers were badly hurt in the crash. Οι δυο επιβάτες χτύπησαν άσχημα
στο δυστύχημα. |
τόσο πολύ, πάρα πολύadverb (very much) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I want so badly to see you again! Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά! |
άσχημαadverb (in naughty way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The children behave badly when they're overtired. Τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα
όταν είναι κατάκοπα. |
άσχημαadverb (in a cruel way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The inmates at the Thai prison were treated badly. Τους κρατούμενους στην Ταϋλανδέζικη φυλακή τους συμπεριφέρονταν άσχημα. |
άσχημαadverb (informal (bad: with regret) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ray felt badly about the accident he had caused. |
άρρωστοςadjective (person: sick) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan was so ill that he needed to go to the hospital. Ο Νταν ήταν τόσο άρρωστος που χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο. |
αρνητικόςadjective (effects: harmful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The medication has a label on it that warns of ill effects. Το φάρμακο έχει μια ετικέτα που προειδοποιεί για τις αρνητικές επιδράσεις του. |
μόλις που, ίσα πουadverb (with difficulty, barely) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) After the market crash the business could ill afford bad publicity. Μετά το κραχ της αγοράς η επιχείρηση δύσκολα μπορούσε να αντέξει την αρνητική δημοσιότητα. |
άσχημαadverb (rudely, unkindly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sean tended to speak ill of his neighbors. Ο Σον είχε την τάση να μιλάει άσχημα για τους γείτονές του. |
κακός, αρνητικόςadjective (evil, inauspicious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The weird hail storm in the middle of summer was interpreted as an ill omen by the superstitious townspeople. |
κακόςadjective (bad, poor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The city had an ill reputation, but it was actually very nice. |
δεν, δεadverb (not) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Karen ill deserves such a promotion. |
άσχημαadverb (badly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The old man always wore ill fitting clothes. We were ill informed by the insurance company. |
συμφοράnoun (literary (misfortune) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He wished every ill upon his enemy. |
δεινάplural noun (figurative (widespread problem) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The young people hope to bring an end to the ills of hunger and poverty. |
στην χειρότερη περίπτωσηadverb (imagining worst scenario) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At worst, we'll have learnt something from the experience. |
χειρότερο σενάριοnoun (worst thing that could happen) The worst-case scenario would be if the car broke down miles away from a garage. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worst στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του worst
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.