Τι σημαίνει το principal στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης principal στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του principal στο Γαλλικά.
Η λέξη principal στο Γαλλικά σημαίνει ανώτερος, κεντρικός, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, διευθυντής, διευθύντρια, κύριος, βασικός, κεντρικός, κύριος,πιο σημαντικός, σημαντικό, καίριο σημείο, διευθυντής, διευθύντρια, κύριος, βασικός, κεντρικός, πρωταρχικός, βασικός, βασικός, κύριος, σημαντικότερος, αρχικός, κύριος, πυρήνας, κεντρικός, κύριος, βασικός, κεντρικός, κύριος, κορυφαίος, βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, πρωτεύων, πρωταρχικός, βασικός, κύριος, βασικός, κορυφαίος, ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο αντιπροσωπευτικός, διευθυντής, διευθυντής, διευθυντής, πρωταρχικός, διευθυντής, υπερέχων, βασικός, αρχικός, κινητήριος, βασικός, ουσιαστικός, κύριος, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, κύρια κατηγορία, κινητήρια δύναμη, κινητήριος μοχλός, πρωταγωνιστικός ρόλος, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, απώτερος σκοπός, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, κύριο πιάτο, κύριο σημείο, υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια, καλύτερο χαρακτηριστικό, το καλύτερο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, υπεύθυνος καθηγητής τμήματος, κεντρικό μενού, κύριο μενού, κύριο μέλημα, πρωταρχικό μέλημα, επικεφαλής συγγραφέας, βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων, υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια, κύριος υποκινητής, βασικό γεύμα, κέντρο, κυρίως ταινία, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, καλύτερο χαρακτηριστικό, κύριος όροφος, κύριο ρήμα, μητρικό σκάφος, κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο, κεντρική παροχή, άξονας, υψηλόβαθμος εταίρος, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, είμαι το πρώτο όνομα, είμαι το πρώτο όνομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης principal
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'architecte principal avait une bonne équipe qui le secondait. Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του. |
κεντρικόςadjectif (rôle) (χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le rôle principal de cette pièce est celui de l'assassin. |
βασικός, κύριος, πρωταρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'idée principale (or: majeure) est bonne, mais il faut changer certains détails. Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες. |
διευθυντής, διευθύντρια(d'école) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Le directeur de l'école a dû punir les mauvais élèves. Ο διευθυντής του σχολείου χρειάστηκε να τιμωρήσει τους κακούς μαθητές. |
κύριος, βασικός, κεντρικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La raison principale pour laquelle nous sommes ici est que nous devons discuter du problème de mardi. Ο κύριος (or: βασικός) λόγος που είμαστε εδώ σήμερα είναι για να συζητήσουμε το πρόβλημα της Τρίτης. |
κύριος,πιο σημαντικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quelle est votre principale source de revenus ? |
σημαντικό, καίριο σημείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu es sain et sauf, c'est le principal. |
διευθυντής, διευθύντρια(France, collège) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κύριος, βασικός, κεντρικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'acteur principal était connu, mais tous les autres non. Ο κύριος (or: βασικός) ηθοποιός ήταν διάσημος, αλλά όχι και οι υπόλοιποι. |
πρωταρχικός, βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La principale motivation d'Adrian était l'argent. Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα. |
βασικός, κύριος, σημαντικότεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'enjeu principal consiste à trouver des moyens d'optimiser au mieux notre efficacité. Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς θα μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητα. |
αρχικός, κύριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La raison principale de cette démarche est d'aider d'autres gens. Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους. |
πυρήνας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ils souhaitent diversifier leur offre sans pour autant perdre leurs clients principaux. Θέλουν να επεκτείνουν την επιχείρησή τους χωρίς να χάσουν τον πυρήνα των πελατών τους. |
κεντρικός, κύριος, βασικόςadjectif (premier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Grâce à sa vivacité d'esprit, l'orateur principal a fait se lever le public. Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία. |
κεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel est le nom de la rue principale de ce village ? Est-ce Court Street ? Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ; |
κύριοςadjectif (Grammaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La proposition principale est la plus importante. Η κύρια πρόταση αυτής της περιόδου είναι και η πιο σημαντική. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Royal Shakespeare Company est l'une des principales troupes de théâtre en Angleterre. |
βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La société de Jim était le principal producteur de fils en nylon à échelle mondiale. Η εταιρεία του Τζιμ ήταν η βασικότερη παραγωγός νάυλον σπάγκου παγκοσμίως. |
πρωτεύωνadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) La sécurité des enfants est notre préoccupation principale. |
πρωταρχικός, βασικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Notre principale préoccupation est le bien-être de nos employés. Η βασική μας ανησυχία είναι η υγεία των υπαλλήλων μας. |
κύριος, βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sécurité des enfants est notre souci majeur (or: principal souci). Η κύρια έννοια μας είναι η ασφάλεια των παιδιών. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le professeur est un éminent spécialiste dans ce domaine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως. |
ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο αντιπροσωπευτικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La principale caractéristique de l'île est le cratère volcanique au centre de celle-ci. |
διευθυντής(école primaire) (σχολείου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le directeur a consenti à donner les cours du samedi. |
διευθυντής(école) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διευθυντής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le chef d'établissement était responsable de tous les autres professeurs. |
πρωταρχικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les ressources principales de notre nation doivent être protégées. |
διευθυντής(école primaire) (σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ils ont retiré leurs enfants de l'école à la suite du scandale impliquant le directeur. |
υπερέχων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βασικός, αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί. |
κινητήριος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Όταν έγινε γιατρός η κινητήριος δύναμή του ήταν η επιθυμία του να βοηθήσει την κοινότητα στην οποία ανήκε. |
βασικός, ουσιαστικός, κύριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο βασικός στόχος των διακοπών είναι να χαλαρώσεις. |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντοςnom masculin (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Elle a tenu le rôle principal lorsqu'elle a été choisie pour représenter l'école pendant cet événement. |
κύρια κατηγορίαnom masculin (Droit) (νομική) |
κινητήρια δύναμη, κινητήριος μοχλόςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρωταγωνιστικός ρόλοςnom masculin Mon fils a obtenu le premier rôle dans la pièce de l'école. |
κεντρικό θέμα, κύριο θέμαnom masculin Le principal article de fond dans le Times d'aujourd'hui porte sur la hausse du taux de crime. |
απώτερος σκοπόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Willy Loman est le personnage principal de la pièce « Mort d'un commis voyageur ». Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου». |
κύριο πιάτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le menu comprenait une salade en entrée, un ragoût d'agneau en plat principal, et de la glace ou du fromage en dessert. |
κύριο σημείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υποδιευθυντής, υποδιευθύντριαnom masculin (collège) (εκπαίδευση) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
καλύτερο χαρακτηριστικόnom masculin (d'une personne) (άνθρωπος) |
το καλύτερο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
υπεύθυνος καθηγητής τμήματοςnom masculin (France) (σχολείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κεντρικό μενού, κύριο μενούnom masculin |
κύριο μέλημα, πρωταρχικό μέλημαnom masculin |
επικεφαλής συγγραφέαςnom masculin (ακαδημαϊκή δημοσίευση) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια(France, collège) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κύριος υποκινητήςnom masculin |
βασικό γεύμαnom masculin |
κέντρο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυρίως ταινίαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand j'étais jeune, les cinémas projetaient des courts métrages avant le principal film à l'affiche. |
βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμαnom masculin Le sujet principal de cette réunion est le déménagement de nos bureaux. |
καλύτερο χαρακτηριστικόnom masculin (d'une propriété) (αντικείμενο) Le principal attrait de cet appartement est sa grande terrasse. |
κύριος όροφοςnom masculin |
κύριο ρήμαnom masculin |
μητρικό σκάφος
|
κύριο άρθρο, κεντρικό άρθροnom masculin (Journalisme) Je suis presque toujours d'accord avec l'opinion de l'article principal du Times. Συμφωνώ σχεδόν πάντα με το κύριο άρθρο των Times. |
κεντρική παροχήnom masculin (Électricité) Le conducteur principal était en panne à cause de la tempête. Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας. |
άξοναςnom masculin (μτφ: κύριος, βασικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υψηλόβαθμος εταίροςnom masculin |
βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημαnom masculin Le principal problème soulevé par le nouvel aéroport, c'est la pollution sonore. |
είμαι το πρώτο όνομα(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tim savait que son groupe avait réussi lorsqu'il a eu la chance d'être en tête d'affiche à un festival de musique. |
είμαι το πρώτο όνομα(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) John était la tête d'affiche du concert mais la plus grande partie du public venait pour voir sa première partie. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του principal στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του principal
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.