Τι σημαίνει το professionnel στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης professionnel στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του professionnel στο Γαλλικά.

Η λέξη professionnel στο Γαλλικά σημαίνει επαγγελματίας, επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματικός, επαγγελματίας, μανιώδης, επαγγελματικός, επαγγελματίας, από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας, επαγγελματικός, επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματικός, σκληραγωγημένος, επαγγελματίας, χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα, επαγγελματική ορολογία, μοιρολογίστρα, χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα, επαγγελματίας πυγμάχος, κπ με μεγάλη εμπειρία, τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες, επαγγελματική αλληλογραφία, επαγγελματικός κίνδυνος, έμπειρος επαγγελματίας, επαγγελματική εκπαίδευση, επαγγελματικό ταξίδι, επαγγελματικός τομέας, επαγγελματίας υγείας, πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης, επαγγελματίας, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, επαγγελματικό ενδιαφέρον, επαγγελματικό ιστορικό, επαγγελματικό πτυχίο, πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικό δίπλωμα, προϋπηρεσία, επαγγελματίας παίχτης που κλέβει στα χαρτιά, που παίζει στην πρώτη εθνική, που δεν τα έχω δουλέψει, λογαριασμός εταιρικού πελάτη, άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ, επαγγελματικά, διπλωματούχος, αντιεπαγγελματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης professionnel

επαγγελματίας

(métier : spécialiste)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Arrête d'essayer de te soigner tout seul et va consulter un professionnel !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καλύτερα να μην προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου τη βρύση, αλλά να απευθυνθείς σε έναν επαγγελματία.

επαγγελματίας

(respectable : figuré) (έντιμος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il est très professionnel, jamais il n'abuserait de la confiance d'un client.
Είναι επαγγελματίας και ποτέ δε θα εξαπατούσε πελάτη.

επαγγελματικός

adjectif (relatif à une profession)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le Conseil national de l'Ordre des Médecins constitue le corps professionnel des docteurs.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι το επαγγελματικό σωματείο των γιατρών.

επαγγελματικός

adjectif (compétence) (σχετικός με ειδήμονα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
D'après l'opinion professionnelle du médecin, la victime a été étranglée.
Η επαγγελματική γνώμη του γιατρού ήταν ότι το θύμα στραγγαλίστηκε.

επαγγελματίας

adjectif (non amateur) (για αρσενικό και θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il gagne sa vie comme golfeur professionnel.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μπαμπάς μου είναι επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ.

μανιώδης

(ironique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une commère professionnelle (or: une professionnelle des commérages) !
Είναι μανιώδης κουτσομπόλα.

επαγγελματικός

nom masculin (validation d'un apprentissage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après des années d'études, elle a obtenu ses diplômes professionnels.

επαγγελματίας

(sportif payé)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Dans la plupart des sports, un amateur ne fait pas le poids face à un professionnel.

από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vu la crise actuelle, j'ai des soucis professionnels.

επαγγελματικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certains étudiants choisissent des écoles professionnelles au niveau secondaire.
Μερικοί μαθητές επιλέγουν επαγγελματικά σχολεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

επαγγελματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επαγγελματίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
M. Matthews est toujours professionnel dans ses interactions avec les clients.

επαγγελματικός

adjectif (pratique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληραγωγημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επαγγελματίας

(professionnel de santé)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Όσοι δραστηριοποιούνται στον καλλιτεχνικό χώρο ορισμένες φορές έχουν δυσκολία να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.

χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα

(cartes)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mon ami a perdu tout son argent en jouant au poker avec un tricheur.

επαγγελματική ορολογία

nom masculin (γλώσσα επαγγελματιών)

μοιρολογίστρα

nom masculin (επάγγελμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα

(cartes)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

επαγγελματίας πυγμάχος

nom masculin

κπ με μεγάλη εμπειρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαγγελματική αλληλογραφία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματικός κίνδυνος

nom masculin

Les hémorroïdes sont un risque professionnel pour les cowboys comme pour les écrivains. Les éboulements sont un risque professionnel pour les mineurs de fond.

έμπειρος επαγγελματίας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce cas nécessite l'intervention d'une professionnelle expérimentée.

επαγγελματική εκπαίδευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματικό ταξίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma secrétaire a réservé l'hôtel pour mon prochain voyage d'affaires (or: déplacement professionnel)

επαγγελματικός τομέας

nom masculin

Il y a beaucoup d'incertitudes dans mon domaine professionnel.

επαγγελματίας υγείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

επαγγελματίας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματικό ενδιαφέρον

nom masculin

επαγγελματικό ιστορικό

nom masculin

επαγγελματικό πτυχίο

nom masculin

πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματικό δίπλωμα

nom masculin

προϋπηρεσία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματίας παίχτης που κλέβει στα χαρτιά

(cartes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που παίζει στην πρώτη εθνική

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν τα έχω δουλέψει

locution adjectivale (revenu) (χρήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογαριασμός εταιρικού πελάτη

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mon entreprise recherche des professionnels du marketing. Tu en connais ?

επαγγελματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διπλωματούχος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αντιεπαγγελματικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του professionnel στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του professionnel

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.