Τι σημαίνει το relieved στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης relieved στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relieved στο Αγγλικά.

Η λέξη relieved στο Αγγλικά σημαίνει αισθάνομαι ανακούφιση, νιώθω ανακούφιση, ανακουφίζω, μετριάζω, αμβλύνω, ανακουφίζω, χαλαρώνω, μετριάζω, αντικαθιστώ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, σουφρώνω κτ από κπ, βουτάω κτ απο κπ, ξαλαφρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης relieved

αισθάνομαι ανακούφιση, νιώθω ανακούφιση

adjective (person: freed from anxiety)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were so relieved to learn that they'd arrived safely.
Ανακουφιστήκαμε πολύ όταν μάθαμε ότι έφτασαν με ασφάλεια.

ανακουφίζω

transitive verb (ease)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor gave the patient drugs to relieve the pain.
Ο γιατρός χορήγησε φάρμακα στον ασθενή για να ανακουφίσει (or: καταπραΰνει) τον πόνο.

μετριάζω, αμβλύνω

transitive verb (lessen worrying)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patricia's reassurances relieved Marcus's concerns.
Η διαβεβαίωση της Πατρίσια μετρίασε την ανησυχία του Μάρκους.

ανακουφίζω

transitive verb (often passive (make less worried)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It relieved Robert to learn that he didn't have to give a presentation after all.
Η είδηση ότι δεν θα χρειαζόταν τελικά να κάνει παρουσίαση ανακούφισε τον Ρόμπερτ.

χαλαρώνω, μετριάζω

transitive verb (pressure: lessen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver loosened his grip and relieved the pressure on James's arm.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε να κουβαλήσει κι αυτός μερικές σακούλες και μείωσε την πίεση στο χέρι της Μαρίας.

αντικαθιστώ

transitive verb (work: take over from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The night shift workers arrived to relieve Monica and her colleagues.

απαλλάσσω κπ από κτ

(unburden of a weight)

Just then John appeared and relieved me of my heavy shopping bags.

απαλλάσσω κπ από κτ

(figurative (take over responsibility)

I've been relieved of most of my responsibilities at work.

απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ

(often passive (remove from position) (ευφημισμός)

The vice-president of the company was relieved of his position.

απαλλάσσω κπ από κτ

(free from having to do)

My brother's arrival relieved me of the task of caring for our parents alone.

σουφρώνω κτ από κπ, βουτάω κτ απο κπ

(informal (take, steal from) (καθομιλουμένη)

The pickpocket relieved Ned of his wallet.

ξαλαφρώνω

transitive verb and reflexive pronoun (euphemism (urinate, defecate) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't believe you relieved yourself in the town square in daylight!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relieved στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του relieved

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.