Τι σημαίνει το rocket στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rocket στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rocket στο Αγγλικά.

Η λέξη rocket στο Αγγλικά σημαίνει πύραυλος, πύραυλος, φωτοβολίδα, πύραυλος, ρόκα, εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι, τρέχω, πυραυλοκινητήρας, κινητήρας προώθησης, τα χώνω σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, καύσιμο πυραύλων, σκληρό ποτό, τονωτικό ποτό, είδος παραισθησιογόνου ουσίας, εκτοξευτήρας πυραύλων, αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους, σχεδιασμός πυραύλων, πυρηνική φυσική, ειδικός επιστήμονας σχεδιασμού πυραύλων, ιδιοφυΐα, πυραυλοκίνητος, πύραυλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rocket

πύραυλος

noun (spacecraft)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The space station launched the rocket at noon.
Ο διαστημικός σταθμός εκτόξευσε τον πύραυλο το μεσημέρι.

πύραυλος

noun (missile)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The general gave the command to fire rockets into enemy territory.
Ο στρατηγός έδωσε εντολή να εξαπολύσουν πυραύλους στο εχθρικό έδαφος.

φωτοβολίδα

noun (firework)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rocket exploded into a blaze of coloured stars.

πύραυλος

noun (engine type)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ship's rockets fired.
Οι πυραυλοκινητήρες του πλοίου τέθηκαν σε λειτουργία.

ρόκα

noun (UK (arugula: salad vegetable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rocket has a slightly peppery taste.
Η ρόκα έχει ελαφρώς πιπεράτη γεύση.

εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι

intransitive verb (figurative, informal (move quickly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Belinda stepped on the accelerator and the car rocketed forward.

τρέχω

intransitive verb (figurative, informal (prices, stocks: go up rapidly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Food prices have rocketed in recent years.

πυραυλοκινητήρας

noun (engine of a spacecraft)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινητήρας προώθησης

noun (increases thrust)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τα χώνω σε κπ, τα ψέλνω σε κπ

verbal expression (UK, informal (reprimand [sb] severely) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim's boss gave him a rocket for losing the data.

καύσιμο πυραύλων

noun ([sth] that propels rockets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκληρό ποτό

noun (figurative, informal (highly alcoholic spirits)

τονωτικό ποτό

noun (figurative, informal (energizing drink)

είδος παραισθησιογόνου ουσίας

noun (slang (hallucinogenic drug)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκτοξευτήρας πυραύλων

noun (device for firing rockets)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These days terrorists can bring down a passenger plane with portable rocket launchers.

αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους

noun (aircraft that launches rockets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχεδιασμός πυραύλων

noun (science of rocket design)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πυρηνική φυσική

noun (figurative ([sth] requiring great intelligence) (μεταφορικά)

ειδικός επιστήμονας σχεδιασμού πυραύλων

noun (specialist in rocket design)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ιδιοφυΐα

noun (figurative (someone very intelligent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυραυλοκίνητος

adjective (powered by rocket)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πύραυλος

noun (type of spacecraft)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If I had a rocketship, I could fly to the moon!
Αν είχα έναν πύραυλο, θα μπορούσα να πετάξω μέχρι το φεγγάρι!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rocket στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rocket

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.