Τι σημαίνει το gap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gap στο Αγγλικά.

Η λέξη gap στο Αγγλικά σημαίνει κενό, κενό, τρύπα, κενό, χάσμα, διάσελο, κενό, τρυπάω, τρυπώ, κεντράρω, διαφορά ηλικίας, διάκενο αέρος, κενό αέρος, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, εξισώνω, εξισώνω κτ με κτ, ασυμφωνία λόγων και πράξεων, διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές, που έχει κενό ανάμεσα στα δόντια, χάσμα μεταξύ των φύλων, χάσμα γενεών, ειδοδηματική ανισότητα, προσοχή στο κενό, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, χάσμα επιδόσεων, αρνητικό παραγωγικό κενό, διαφορά ώρας, χάσμα των εμπορικών συναλλαγών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gap

κενό

noun (opening, break)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see through the gap in the hedge. Mind the gap between the train and the platform as you board.
Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη.

κενό

noun (time interval)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a ninety-minute gap between leaving the bar and arriving home.
Υπάρχει ένα κενό ενενήντα λεπτών ανάμεσα στην ώρα που έφυγαν απ' το μπαρ και στην ώρα που γύρισαν σπίτι.

τρύπα

noun (crack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gap in the concrete sidewalk was a hazard.

κενό

noun (blank, missing value)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a gap in the data report, with Tuesday's numbers missing.

χάσμα

noun (discrepancy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a large gap between the way of life of young people and that of their parents.

διάσελο

noun (mountain pass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The main way through the mountains is the gap 20 km. north of here.

κενό

noun (figurative (lack of knowledge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The practice test will help you to identify gaps in your knowledge.

τρυπάω, τρυπώ

transitive verb (make a breach in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to gap the sheet metal so that the pipe will fit into it.

κεντράρω

transitive verb (technical (set spark plug aperture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't gap the spark plugs properly, the car engine will misfire.

διαφορά ηλικίας

noun (difference in age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a significant age gap between John and his wife.

διάκενο αέρος, κενό αέρος

noun (electronics)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (reconcile)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The senator tried to bridge the gap between the two versions of the bill.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (temporary solution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have no napkins, but paper towels should serve to bridge the gap.

εξισώνω

verbal expression (figurative (equalize [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξισώνω κτ με κτ

verbal expression (figurative (equalize [sth])

ασυμφωνία λόγων και πράξεων

noun (between claims and the truth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's a big credibility gap between the politician's claims and the actual evidence.

διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές

noun (school-leaver's one-year break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We offer paid placements for students in their gap year. I'm not sure how I want to spend my gap year.
Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους φοιτητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου απ' τις σπουδές τους.

που έχει κενό ανάμεσα στα δόντια

adjective (having space between teeth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάσμα μεταξύ των φύλων

noun (inequalities between men and women)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χάσμα γενεών

noun (difference between old and young)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδοδηματική ανισότητα

noun (disparity of earnings)

προσοχή στο κενό

interjection (London underground safety announcement)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (lessen the difference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We put her in tutoring to try to narrow the gap between her reading level and what it should be.

χάσμα επιδόσεων

noun (underachievement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρνητικό παραγωγικό κενό

noun (economics: when actual GDP is less than potential GDP) (μακροοικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφορά ώρας

noun (difference between time zones)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χάσμα των εμπορικών συναλλαγών

noun (difference in value between nation's imports and exports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The United States is very worried about its large trade gap with China.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.