Τι σημαίνει το rode στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rode στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rode στο Αγγλικά.
Η λέξη rode στο Αγγλικά σημαίνει πηγαίνω με κτ, παίρνω, καβαλάω, καβαλώ, ιππεύω, ιππεύω, πηγαίνω, πάω, παιχνίδι, διαδρομή, κούρσα, τα πρήζω, ανεβαίνω, οδηγώ, κινούμαι, είμαι αγκυροβολημένος, κινούμαι, είμαι καβάλα σε κτ, με πνίγει, με βαραίνει, καλύπτω απόσταση, κουβαλάω στους ώμους μου, καβαλάω, φεύγω με το ποδήλατο, φεύγω με το ποδήλατο, παίζομαι, αντεπεξέρχομαι σε κτ, ανεβαίνω, -, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, ποδηλατάδα, βόλτα με βάρκα, δύσκολη εμπειρία, ταξίδι με αυτοκίνητο, ευκολία, πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο, πάω μια βόλτα με κτ, κάνω ωτοστόπ, ιππασία, ιππεύω άλογο, τρενάκι που πέφτει στο νερό, δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μου, βόλτα στους ώμους, κάνω ποδήλατο, επιστρέφω, γυρίζω, περνώ δίπλα από κπ/κτ, περνάω δίπλα από κπ/κτ, πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό, τα πάω καλά, ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, στους ώμους, αδιαφορώ για κπ/κτ, κάθομαι μπροστά, συνοδεύω, συνοδεύω, προσέχω, ανεβαίνω, σηκώνομαι, σαν τρενάκι του τρόμου, βόλτα με έλκηθρο, πιάνω κπ κορόϊδο, πηγαίνω κάποιον βόλτα με το αυτοκίνητο, κάνω οτοστόπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rode
πηγαίνω με κτtransitive verb (travel by: bicycle, motorbike) He rides his bike to school every day. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο. |
παίρνωtransitive verb (travel by: bus, train) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ride the bus into work every day. Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά. |
καβαλάω, καβαλώtransitive verb (go on: a horse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The girls love to ride horses. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχεις ξανακαβαλήσει πόνυ, ή είναι η πρώτη σου φορά; |
ιππεύωtransitive verb (jockey) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jockey was riding the favourite horse. Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο. |
ιππεύωintransitive verb (go on horseback) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She loves to ride and has her own horse. Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο. |
πηγαίνω, πάωnoun (US, informal (transport: lift in a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thanks for the ride! I'd never have made it here on time without it. Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα. |
παιχνίδιnoun (fairground attraction) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Ferris wheel is my favourite ride at the park. H ρόδα είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι στο λούνα παρκ. |
διαδρομήnoun (informal (trip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was an enjoyable ride through the mountains of West Virginia. Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή μέσα από τα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια. |
κούρσαnoun (US, slang (car, truck) (αργκό, παλαιό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Man, you have a nice ride! When did you get that car? |
τα πρήζωverbal expression (US, informal, figurative (harass) (καθομ: σε κπ για να κάνει κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She kept riding him to get him to follow the rules. Συνέχισε να του τα πρήζει για να τον κάνει να ακολουθήσει τους κανόνες. |
ανεβαίνωintransitive verb (clothing: shift upwards) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His pants tend to ride on his hips. |
οδηγώintransitive verb (travel by vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We rode for 50 miles but then the car broke down. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου. |
κινούμαιintransitive verb (be supported or carried) (πάνω σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The conveyor belt rides on a series of rollers. |
είμαι αγκυροβολημένοςintransitive verb (lie at anchor) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) There was a fishing boat riding in the bay. |
κινούμαιintransitive verb (automobile: perform) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This new car rides so smoothly! |
είμαι καβάλα σε κτ(be carried) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His son likes to ride on his shoulders. |
με πνίγει, με βαραίνειtransitive verb (usually passive (fill, overwhelm: with an emotion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was ridden with anxiety about his exams. Τον έχει πνίξει το άγχος για τις εξετάσεις του. |
καλύπτω απόστασηtransitive verb (travel, traverse: distance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We rode 30 km today on our bikes. Σήμερα, κάναμε 30 χιλιομέτρα με τα ποδήλατά μας. |
κουβαλάω στους ώμους μουtransitive verb (carry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ride my son on my shoulders. Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου. |
καβαλάωtransitive verb (be carried on: water, wave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The surfer rode the wave. |
φεύγω με το ποδήλατοphrasal verb, intransitive (cycle off) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω με το ποδήλατοphrasal verb, intransitive (cycle away) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (be at stake in) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's a lot riding on the outcome of this contest - not least, my reputation! Παίζονται πολλά σε αυτό το διαγωνισμό, με πρώτο και καλύτερο τη φήμη μου! |
αντεπεξέρχομαι σε κτphrasal verb, transitive, separable (endure) We rode out the storm in the cabin. Υπομείναμε την τρικυμία στην καμπίνα. |
ανεβαίνωphrasal verb, intransitive (clothing: move upwards) (ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This short skirt rides up when I sit down. Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι. |
-noun (ride at fairground, theme park) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I think amusement rides are dangerous. Πιστεύω ότι τα παιχνίδια στο λούνα παρκ είναι επικίνδυνα. |
παραπλανούμαι, εξαπατούμαιverbal expression (informal, figurative (be swindled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had donated thousands of pounds before I realised I was being taken for a ride. |
ποδηλατάδαnoun (informal (bicycle journey) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They put on their helmets and went off for a bike ride. |
βόλτα με βάρκαnoun (trip or outing in a water craft) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We went for a boat ride out to the island. |
δύσκολη εμπειρίαnoun (figurative, informal (experience: difficult) |
ταξίδι με αυτοκίνητοnoun (journey, outing in a car) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) When I was a child, my family went for a car ride every Sunday. |
ευκολίαnoun (slang (get without working for it) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are no free rides here: if you don't work, you don't eat. |
πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητοverbal expression (informal (take in car) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll give you a ride to the airport. |
πάω μια βόλτα με κτverbal expression (take: car, bike trip) (με αυτοκίνητο ή μηχανή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm bored; let's go for a ride by the coast. |
κάνω ωτοστόπverbal expression (informal (hitchhike) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I might be able to hitch a ride to the airport. |
ιππασίαnoun (journey made on horseback) (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We went for a horse ride in the woods together for my birthday. |
ιππεύω άλογοintransitive verb (ride on a horse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρενάκι που πέφτει στο νερόnoun (amusement: flume) (λούνα παρκ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόληςnoun (bus service from town outskirts) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόληςadjective (relating to bus service) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το να σηκώνω κάποιον στην πλάτη μουnoun (informal, dated (piggyback ride) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βόλτα στους ώμουςnoun (informal (ride on [sb]'s back) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The child got a piggyback ride from her older brother. |
κάνω ποδήλατοverbal expression (informal (go cycling, use a pushbike) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You never forget how to ride a bike. Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο. |
επιστρέφω, γυρίζω(return via vehicle or horse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνώ δίπλα από κπ/κτ, περνάω δίπλα από κπ/κτ(pass on a vehicle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμόverbal expression (informal, figurative (be heading for failure or disaster) (μεταφορικά) Darryl's sister told him he was riding for a fall when he fell in love with his friend's mother. |
τα πάω καλάverbal expression (figurative (be successful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω(be mounted on: horse, bicycle, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will ride on the camel's back. Θα καβαλικεύσω την καμήλα. |
τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγήverbal expression (US, figurative (force to leave) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The gangster rode his rivals out of town. |
οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτverbal expression (US (travel by car to a place) (αν είμαι οδηγός) After work, Joel rode over to his buddy's place to watch the game. |
στους ώμουςverbal expression (informal (ride on [sb]'s back) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) When Cindy hurt her ankle, she rode piggyback on her husband to get to the car. |
αδιαφορώ για κπ/κτverbal expression (informal, figurative (treat inconsiderately) That boy just rides roughshod over his parents. The boss rode roughshod over all of Paige's suggestions. |
κάθομαι μπροστάverbal expression (ride in front seat) (σε όχημα) |
συνοδεύωverbal expression (historical (protect a stagecoach) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύωverbal expression (go with as protection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσέχωverbal expression (figurative (watch over [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβαίνω, σηκώνομαι(clothing: move up on) (ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That jumper is far too small for you - it's riding up your back! |
σαν τρενάκι του τρόμουnoun (figurative (turbulent experience) (μτφ: ένταση, φόβος) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βόλτα με έλκηθροnoun (trip on a sledge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κπ κορόϊδοverbal expression (figurative, informal (deceive, fool [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When he discovered his wallet was missing, he realized she'd taken him for a ride. |
πηγαίνω κάποιον βόλτα με το αυτοκίνητοverbal expression (transport [sb] in a car) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He took her for a ride along the coast at sunset. |
κάνω οτοστόπverbal expression (hitchhike) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We had to thumb a lift to Glasgow as we had no money left for the bus. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rode στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rode
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.