Τι σημαίνει το rocking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rocking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rocking στο Αγγλικά.

Η λέξη rocking στο Αγγλικά σημαίνει κούνημα, πέτρα, βράχος, βράχος, ροκ, τραντάζω, τραντάζω, ταρακουνάω, λικνίζομαι, λικνίζω, στήριγμα, καραμέλα, κοτρόνα, κρακ, κούνημα, λίκνισμα, τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι, ροκάρω, τα σπάω, δεν υπάρχω, χορεύω, αναστατώνω, ξεσηκώνω, τα σπάω με κτ, κουνιστή πολυθρόνα, κουνιστό αλογάκι, ρυθμική κίνηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rocking

κούνημα

noun (back-and-forth motion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rocking of the boat was making the passengers dizzy.

πέτρα

noun (individual stone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A demonstrator threw a rock.
Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα.

βράχος

noun (stone mass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A giant rock sits on the hill.
Στον λόφο υπάρχει έναν γιγάντιος βράχος.

βράχος

noun (uncountable (hard substance: mineral)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We must dig through solid rock.
Πρέπει να σκάψουμε σε συμπαγή βράχο.

ροκ

noun (pop music: rock and roll) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elvis played rock.
Ο Έλβις έπαιζε ροκ.

τραντάζω

transitive verb (shake violently)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The explosion rocked the building.
Η έκρηξη τράνταξε (or: ταρακούνησε) το κτίριο.

τραντάζω, ταρακουνάω

transitive verb (make unstable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rowers' movement rocked the boat.
Οι κινήσεις των κωπηλατών ταρακούνησαν (or: τράνταξαν) τη βάρκα.

λικνίζομαι

intransitive verb (move back and forth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chair began to rock.
Η καρέκλα άρχισε να λικνίζεται.

λικνίζω

transitive verb (baby: move side to side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother sang her baby a lullaby as she rocked him in her arms.
Η μητέρα τραγουδούσε ένα νανούρισμα στο μωρό, καθώς το λίκνιζε στην αγκαλιά της.

στήριγμα

noun (figurative (point of stability) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is my rock.

καραμέλα

noun (UK, uncountable (long stick of hard candy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She brought back sticks of rock from her holiday at the seaside.

κοτρόνα

noun (slang (diamond) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's quite a rock you're wearing.

κρακ

noun (slang (cocaine) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The junkies are smoking rock.

κούνημα, λίκνισμα

noun (rocking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rock of the ship was hypnotic.

τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι

intransitive verb (shake violently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The entire plane rocked.

ροκάρω

intransitive verb (play rock music) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That new band likes to rock.

τα σπάω, δεν υπάρχω

intransitive verb (slang (be exciting) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This roller coaster rocks!

χορεύω

intransitive verb (dance to rock music)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The band is playing. Let's rock!

αναστατώνω, ξεσηκώνω

transitive verb (disturb, upset)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crisis rocked them from their routine.

τα σπάω με κτ

transitive verb (slang (clothing, look: wear with style) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's rocking the goth look today.

κουνιστή πολυθρόνα

noun (seat that rocks back and forth)

Grandma and Grandpa like sitting in their rocking chairs on the veranda.

κουνιστό αλογάκι

noun (riding toy)

Charlie keeps falling off the rocking horse we bought him.

ρυθμική κίνηση

noun (swaying or tipping motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rocking movement of the boat was making me feel sick.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rocking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rocking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.