Τι σημαίνει το says στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης says στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του says στο Αγγλικά.
Η λέξη says στο Αγγλικά σημαίνει λέω, λέω, λέω, λέω να γίνει κτ, για παράδειγμα, περίπου, λοιπόν, λόγος, λόγος, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, δείχνω, λέω, τελώ, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, συμφωνώ, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, έχω πολλά να πω για κτ, μου πέφτει λόγος, δεν έχω πολλά να πω, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, καλά, λέω, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, ας υποθέσουμε ότι, εννοώ αυτά που λέω, περιττό να λεχθεί, Μην τα παρατάς!, που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβέντα, δεν έχω τίποτα να πω, ακούω, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, λέω κτ με βεβαιότητα, λέω λίγα λόγια, προσεύχομαι, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, αποχαιρετώ, χάνω, λέω την προσευχή, χαιρετώ, λέω γεια, αρνούμαι, λέω όχι, αρνούμαι, λέω όχι, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, λέω κτ δυνατά, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ, δίνω το ΟΚ, δίνω οδηγίες, ζητώ βοήθεια, σκέφτομαι, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, λέω «ναι», δέχομαι, λέω «ναι», επιβεβαιώνω, συμφωνία, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, περιττό να πω, δηλαδή, λένε ότι, για να μην αναφέρω κπ/κτ, το λιγότερο, τουλάχιστον, τολμώ να πω, Αυτό ξαναπέστο!, Τι λες τώρα!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης says
λέωtransitive verb (utter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dexter said, "I'm hungry." He said the book was blue. O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέωtransitive verb (give an opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I say it's a bad idea. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
λέωtransitive verb (order) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mom says stop arguing or you'll be grounded. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
λέω να γίνει κτ(order to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dad says to come and eat dinner right now. |
για παράδειγμαadverb (for example) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Take any number, say seven, and multiply by four. |
περίπουadverb (approximately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There must have been, say, 200 people there. |
λοιπόνinterjection (to gain attention) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Say, do you know where I can find a good restaurant? |
λόγοςnoun (turn to speak) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When Richard had his say, he explained his side of the story. Όταν είχε το λόγο, ο Ρίτσαρντ εξήγησε τη δική του πλευρά της ιστορίας. |
λόγοςnoun (authority) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The parents decided it was bedtime, and the children had no say in the matter. |
λέωtransitive verb (recite: [sth] learned) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy can say his ABCs. |
λέω, υποθέτωtransitive verb (suppose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's say that he's right. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέωtransitive verb (affirm) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She is said to be the best painter of her generation. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
δείχνωtransitive verb (indicate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thermometer says that it's seventy degrees. |
λέωtransitive verb (recite: a prayer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The children said a prayer for their parents. |
τελώtransitive verb (conduct: a mass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The priest said the Mass on Sunday. |
σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πειadverb (in a way that suggests [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He nodded at her as if to say goodbye. |
σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμεναadverb (as is commonly said) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As they say, "It takes one to know one." |
συμφωνώadverb (I agree that) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As you say, that spaghetti is delicious! |
δεν μπορώ να πω με σιγουριάadjective (not easy to determine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's hard to say who will win this year's World Cup. |
έχω πολλά να πω για κτverbal expression (openly share one's opinions on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As a working mother, she has a lot to say about childcare facilities and unpaid, unscheduled overtime. |
μου πέφτει λόγοςverbal expression (influence outcome) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The assessor will have a say in how the money is spent. Ο εκτιμητής θα έχει δικαίωμα λόγου για το πώς θα ξοδεύονται τα χρήματα. |
δεν έχω πολλά να πωverbal expression (speak little) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His teacher had little to say about the incident. |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μουverbal expression (informal (give your opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She had her say, and she left before we could respond. Let Oscar speak, then you can have your say. |
τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πωverbal expression (I assume, I think likely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I daresay you're hungry after your long walk? Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου; |
καλάinterjection (UK, dated (well!) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I say, Jeeves! - that was a splendid party, was it not? |
λέωexpression (my opinion is as follows) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How can our company save money during this recession? I say we stop hiring and freeze salaries. |
αφού το λες εσύ, για να το λες εσύexpression (I disagree but do not want to argue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφού το λες εσύ, για να το λες εσύexpression (I tentatively agree) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ας υποθέσουμε ότιinterjection (informal (supposing that, imagine) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Let's say we don't make a profit this quarter. What can we change in order to become profitable? |
εννοώ αυτά που λέωverbal expression (speak sincerely) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Does he mean what he says, or is he just making an empty promise? |
περιττό να λεχθείadverb (of course, obviously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Needless to say, I won't go there again. |
Μην τα παρατάς!interjection (figurative (do not give up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come on boys, you can still win this game! Never say die! |
που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεταιadjective (figurative (attitude: tenacious) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλόςverbal expression (remain silent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Be quiet and don't say a word, or they will discover where we are hiding. Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε. |
δεν αποκαλύπτω τίποτα, δεν βγάζω μιλιά, δεν μου παίρνουν κουβένταverbal expression (not divulge [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't say a word: it's our secret! |
δεν έχω τίποτα να πωpreposition (no information or opinion about) (για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When the reporter asked about his alleged affair, he answered "I have nothing to say about that." |
ακούωverbal expression (hear [sb] secretly) (κπ να λέει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert overheard Tina say she is getting a divorce. |
είναι σίγουρο, είναι αλήθειαadjective (informal (true or likely to become true) (ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) It's safe to say that most children love pizza. |
λέω κτ με βεβαιότηταverbal expression (speak with certainty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω λίγα λόγιαverbal expression (informal (make a short speech) I was asked to say a few words at my Grandpa's funeral. |
προσεύχομαιverbal expression (pray) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίοverbal expression (say goodbye to [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should say farewell to him before he leaves. |
αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίοverbal expression (figurative (accept loss of [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποχαιρετώintransitive verb (bid [sb] farewell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Say goodbye to your cousin for me! |
χάνωverbal expression (figurative (no longer have [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω την προσευχήverbal expression (say prayer before meal) (πριν το φαγητό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαιρετώ, λέω γειαverbal expression (greet [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I say hello to my neighbors every time I see them. |
αρνούμαι, λέω όχιverbal expression (refuse or deny [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The offer is very tempting but I'm afraid I have to say no. |
αρνούμαι, λέω όχιverbal expression (refuse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm going to have to say no to another piece of cake. |
παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποταverbal expression (remain silent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A defendant has the right to say nothing in a court of law. |
δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτverbal expression (not mention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She said nothing of her upcoming surgery for fear her family would worry. You don't need to thank me - say nothing of it! |
λέω κτ δυνατάverbal expression (utter in an audible voice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ συγγνώμη από κπ για κτverbal expression (apologize to [sb] for [sth] done) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω το ΟΚverbal expression (informal (give permission) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω οδηγίεςverbal expression (informal (give instructions) |
ζητώ βοήθειαverbal expression (informal (ask for help) |
σκέφτομαιtransitive verb (think) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I said to myself, “No, that can't be right – I'd better start again from the beginning.” |
Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;interjection (expressing astonishment or outrage) (έκπληξη, δυσφορία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι, αποδέχομαιverbal expression (consent, agree) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δέχομαι, αποδέχομαιverbal expression (consent to [sth]) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω «ναι»verbal expression (give [sb] consent) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The boss wouldn't let Wendy do that project, but when I asked, he said yes to me. Ο εργοδότης δεν άφησε τη Γουέντι να ασχοληθεί με εκείνο το πρότζεκτ, αλλά όταν το ζήτησα εγώ, αυτός έδωσε την έγκρισή του. |
δέχομαιverbal expression (accept an invitation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I didn't really want to go but I said yes just to keep her happy. |
λέω «ναι»verbal expression (accept [sb]'s invitation) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβεβαιώνωverbal expression (confirm [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I asked the teacher if my answer was right and she said yes. Ρώτησα τη δασκάλα εάν η απάντησή μου ήταν σωστή, κι αυτή το επιβεβαίωσε. |
συμφωνίαnoun (informal ([sb]'s approval) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμεναadverb (informal (surprisingly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Strange to say, I've never set foot inside a church until today. |
περιττό να πωverbal expression (formal (I will just say) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suffice it to say, I don't like him. |
δηλαδήadverb (in other words) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm sorry. That is to say, I won't do it again. Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω. |
λένε ότιexpression (opinion of many people) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They say that the new Italian restaurant is very good. |
για να μην αναφέρω κπ/κτexpression (not to mention) (έμφαση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το λιγότερο, τουλάχιστονadverb (at the minimum) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) He was a bit taken aback, to say the least. Her comment was highly inappropriate, to say the least. Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος. |
τολμώ να πωtransitive verb (daresay, be so bold as to say) (κάτι ή ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would venture to say that most people are living with the discontentment of envious feelings. |
Αυτό ξαναπέστο!interjection (slang (yes: emphatically) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) “This new gadget's just brilliant.” “You can say that again!” |
Τι λες τώρα!interjection (informal, figurative (expressing disbelief) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του says στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του says
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.