Τι σημαίνει το saying στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saying στο Αγγλικά.
Η λέξη saying στο Αγγλικά σημαίνει έκφραση, λέω, λέω, λέω, λέω να γίνει κτ, για παράδειγμα, περίπου, λοιπόν, λόγος, λόγος, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, δείχνω, λέω, τελώ, όπως έλεγα, όπως λέει ο σοφός λαός, γνωμικό, εννοείται, ακούω, είναι αυτονόητο, Αυτό λέει πολλά., τρόπος έκφρασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saying
έκφρασηnoun (expression, idiom) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beggars can't be choosers, as the saying goes. Όπως λέει και το ρητό (or: γνωμικό): στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι. |
λέωtransitive verb (utter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dexter said, "I'm hungry." He said the book was blue. O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέωtransitive verb (give an opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I say it's a bad idea. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
λέωtransitive verb (order) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mom says stop arguing or you'll be grounded. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
λέω να γίνει κτ(order to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dad says to come and eat dinner right now. |
για παράδειγμαadverb (for example) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Take any number, say seven, and multiply by four. |
περίπουadverb (approximately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There must have been, say, 200 people there. |
λοιπόνinterjection (to gain attention) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Say, do you know where I can find a good restaurant? |
λόγοςnoun (turn to speak) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When Richard had his say, he explained his side of the story. Όταν είχε το λόγο, ο Ρίτσαρντ εξήγησε τη δική του πλευρά της ιστορίας. |
λόγοςnoun (authority) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The parents decided it was bedtime, and the children had no say in the matter. |
λέωtransitive verb (recite: [sth] learned) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy can say his ABCs. |
λέω, υποθέτωtransitive verb (suppose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's say that he's right. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέωtransitive verb (affirm) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She is said to be the best painter of her generation. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
δείχνωtransitive verb (indicate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thermometer says that it's seventy degrees. |
λέωtransitive verb (recite: a prayer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The children said a prayer for their parents. |
τελώtransitive verb (conduct: a mass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The priest said the Mass on Sunday. |
όπως έλεγαadverb (to resume after interruption) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As I was saying before being interrupted, the lady of the house is not home. |
όπως λέει ο σοφός λαόςadverb (as is commonly said) As the saying goes, you can't have your cake and eat it, too! |
γνωμικόnoun (much-used expression or proverb) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When I use a common saying it's folk wisdom, and when you use it, it's called a cliché. |
εννοείταιverbal expression (be obvious) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It goes without saying that you can't leave your bike unlocked in the city. |
ακούωverbal expression (hear [sb] secretly) (κπ να λέει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert overheard Tina say she is getting a divorce. |
είναι αυτονόητοinterjection (informal (that is self-evident) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) You always look lovely - that goes without saying. |
Αυτό λέει πολλά.interjection (informal, figurative (This indicates great size or achievement, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρόπος έκφρασηςnoun (means of expressing, wording) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She had a way of saying things that always made you feel better. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του saying
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.