Τι σημαίνει το screwed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης screwed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του screwed στο Αγγλικά.
Η λέξη screwed στο Αγγλικά σημαίνει που έχει βρει τον μπελά του, μεθυσμένος, πιωμένος, βίδα, βίδα, βιδώνω, στροφή, βιδώνω, γυρίζω, στρίβω, παραμορφώνω, τσαλακώνω, πηδάω, το κάνω, πήδημα, προπέλα, έλικα, φύλακας, μισθός, λουρί, περιστρέφομαι, γυρίζω, εκβιάζω, ξεζουμίζω, αποσπώ, αναγκάζω, εξαπατώ, έχω τα μυαλά μου στη θέση τους, τσαλακωμένος, τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, τα έχω παίξει, κατεστραμμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης screwed
που έχει βρει τον μπελά τουadjective (slang (in trouble) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεθυσμένος, πιωμένοςadjective (UK, dated (drunk) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βίδαnoun (fastener) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Screws have a better holding power than nails. Οι βίδες έχουν μεγαλύτερη αντοχή από τα καρφιά. |
βίδαnoun (threaded pin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The screws have a slot or star-shaped head. Οι βίδες έχουν μια σχισμή ή ένα σχήμα αστεριού στην κεφαλή. |
βιδώνωtransitive verb (fasten) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He screwed the bookshelves to the wall. Βίδωσε τα ράφια στον τοίχο. |
στροφήnoun (turn of a screw) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The manual calls for five screws clockwise. Το εγχειρίδιο συστήνει πέντε στροφές της βίδας κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. |
βιδώνωintransitive verb (fasten with a screw) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bottle cap screws on and off. Το καπάκι του μπουκαλιού βιδώνει και ξεβιδώνει. |
γυρίζω, στρίβωtransitive verb (turn, twist) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You need to screw it the other way or it won't work. Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει. |
παραμορφώνω(contort) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He screwed his face into an expression of extreme concentration. Παραμόρφωσε το πρόσωπό του παίρνοντας μια έκφραση πολύ έντονης συγκέντρωσης. |
τσαλακώνω(crumple) (κάτι και το κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She screwed the paper into a ball and threw it in the bin. Τσαλάκωσε το χαρτί κάνοντάς το μπαλάκι και το πέταξε στο καλάθι. |
πηδάωtransitive verb (vulgar, slang (have sex with) (υβριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I think Jay screwed that girl last night. Νομίζω ότι ο Τζέι πήδηξε εκείνη την κοπέλα χθες βράδυ. |
το κάνωintransitive verb (vulgar, slang (have sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jack and I spent all night screwing instead of going to the party. Με τον Τζακ το κάναμε όλο το βράδυ αντί να πάμε στο πάρτυ. |
πήδημαnoun (slang, vulgar (sex) (υβριστικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He doesn't love her; he just wants a screw. |
προπέλα, έλικαnoun (propeller) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The submarine had a very quiet screw, undetectable by some sonar devices. |
φύλακαςnoun (slang (prison guard) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) His years as a prison screw were tough. |
μισθόςnoun (dated, UK, slang (wages) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We're going to the pub when we've had our screw. |
λουρίplural noun (figurative, informal (coercion) (μεταφορικά: σφίγγω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vinny G. tightened the screws by putting the guy's wife in danger. |
περιστρέφομαιintransitive verb (turn like a screw) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The stage set screws around to reveal a second scene. |
γυρίζωintransitive verb (rotate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bolt won't screw in the hole. |
εκβιάζωintransitive verb (extort) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He has never done an honest day's work, just stealing and screwing. |
ξεζουμίζωtransitive verb (extract) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They screwed every last penny out of him. Τον ξεζούμισαν, του πήραν και την τελευταία δεκάρα. |
αποσπώtransitive verb (extort) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The taxman screws all the profit out of the business. Ο φοροεισπράκτορας απέσπασε όλο το κέρδος της επιχείρησης. |
αναγκάζωtransitive verb (coerce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They screwed the hostage into giving them the names they wanted. |
εξαπατώtransitive verb (informal (cheat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The embezzler had screwed the system. |
έχω τα μυαλά μου στη θέση τουςverbal expression (informal, figurative (be sensible, practical) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is best to have your head screwed on when dealing with money. I'm confident he'll make a wise decision; he's got his head screwed on right. Είναι καλό να έχεις τα μυαλά στη θέση τους όταν έχεις να κάνεις με χρήματα. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει τη σωστή απόφαση. Έχει τα μυαλά του στη θέση τους. |
τσαλακωμένοςadjective (paper: crumpled) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) There was a screwed-up sheet of paper on the floor. |
τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, τα έχω παίξειadjective (figurative, slang (person: troubled) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You're so screwed up that you can't tell right from wrong. |
κατεστραμμένοςadjective (figurative, slang (body part: injured) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I fell off my bike yesterday and now my leg's so screwed up I can hardly walk. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του screwed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του screwed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.